United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα να, για νάχεις την ψυχή πίκρες κι' εσύ γιομάτη όταν το γιο σου στερηθείς, που πια δε θα γυρίσει στη Φτιά ξανά ναν τον δεχτείς... τι μήτε εγώ δε θέλω 90 να ζω και μ' άντρες να γυρνάω, αν πρώτα εδώ στον κάμπο δεν ξεψυχήσει ο Έχτορας απ' όπλο μου σφαγμένος και του Πατρόκλου τη σφαγή και γύμνια αν δεν πλερώσει

Όλαι της πολυκυμάντου ζωής αι περιπέτειαι, πίκρες και βάσανα, είτε χαραί και οδύναι, φωτιά και λαύρα, είτε δροσιά ουρανόσταλτη, κανέν' απ' αυτά, ούτε όλα μαζή δεν ημπορούν να σβύσουν από την μνήμην σου, όσα η θεϊκή σμίλη μια φορά ενεχάραξε.

Πέρασε με χίλιους συντρόφους του από φλόγα κι από καπνό, και πετάχτηκε στ' αψηλά, να βρη τη λευτεριά που η γης του αρνήθηκε. Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, να με συμπαθήστε που σας κράτησα τόσην ώρα. Δεν το είχα σκοπό να το κάμω τόσο μεγάλο το παραμύθι μου. Μα μπορούσε να είναι και μεγαλήτερο. Μπορούσε να είναι και παραμύθι που να δηγάται τετρακόσω χρόνων όνειρα, ελπίδες, πίκρες και βάσανα.

Είναι αλήθεια, πως γενικά η τύχη ενός γονδολιέρου είναι προτιμότερη από του δόγη· αλλά βλέπω τη διαφορά τόσο ασήμαντη, ώστε δεν αξίζει τον κόπο να σημειωθή. — Μιλούνε, είπε ο Αγαθούλης, για κάποιον συγκλητικό Ποκοκουράντη, που κατοικεί σ' αυτό το ωραίο παλάτι στη Μπρέντα και που δέχεται αρκετά φιλόφρονα τους ξένους. Ισχυρίζονται πως είναι ένας άνθρωπος, που δε γνώρισε ποτέ πίκρες.

Τι ναι μας είπε, εγώ θαρρώ, απ' τα ουράνια ο Δίας 350 τη μέρα που τα γλήγορα καράβια ξεκινούσαν, σφαγή και χάρο φέρνοντας στους Τρώες, και δεξιά μας άστραφτε εκείνος και καλά μας έδειχνε σημάδια. Ας μη βιαζόμαστε λοιπόν να πάμε πίσω στ' Άργος, πριχού χορτάσουμε κι' εμείς των Τρώων τις γυναίκες 355 και της Λενιός ξοφλήσουμε τις πίκρες και ξαγρύπνιες.

Αμέ ο Παυλής, της Σμαράγδας ο άντρας; Έλειπε αυτός στο δικό του το χωριό, που πήγε να φέρη τη γριά του να ξανακαμαρώση το χαδεμένο ταγγόνι της. ΤΟ είχε στο αίμα του ο Γέρο Τραντάφυλλος να μη δαμάζεται από πίκρες. Η λαχτάρα, η ελπίδα, κ' η δύναμη της χαράς γλυκοσπαρταρούσανε μέσα του πάντα. Τον έβλεπες κ' έλεγες· να άνθρωπος που του αξίζει να ζη.

Πώς ήξερε πεια τώρα ότι δε θα μπορούσε δίχως τη Βασίλισσα, ούτε να ζήση ούτε να πεθάνη. Ο Καερδέν σωπαίνει και παραξενεύεται. Αισθάνεται, αθέλητα, να μαλακώνη ο θυμός του. «Φίλε, λέει στο τέλος, θαυμάσια λόγια ακούω. Συγκινήσατε την καρδιά μου μέχρι του οίκτου. Υπομείνατε τόσες πίκρες που ο Θεός να φυλάη τους Χριστιανούς. Ας γυρίσουμε στο Κάρχαιξ. Την τρίτη μέρα, αν μπορώ, θα σου πω τη σκέψι μου».

Έτσι της είχε πη ο γιατρός ο γυναικολόγος, πούχε φέρει ο Νίκος όταν της ήρθε εκείνο το περιστατικό, στον τρίτο μήνα της απάνω, που κόντεψε να πεθάνη κι από τότε δεν είχε δη χαΐρι. Ήρθε δυο φορές τότες ο γιατρός και της είχε δώσει κάτι στάλες κόκκινες, πικρές φαρμάκι, να τις παίρνη, προτού να φάη και κάτι μαύρα χάπια που έλεγε ο Νίκος πως ήτανε σίδερο για να δυναμώση να γίνη σίδερο.

Από δω και πέρα, αν δεν μου δώστε ικανοποίησι, μάθετε ότι σας προκαλώ». Ο Τριστάνος απάντησε: «Ναι, ήρθα εδώ σε σας για δυστυχία σας. Αλλά μάθε τη συφορά μου, ωραίε γλυκέ φίλε, αδερφέ και σύντροφε, και ίσως η καρδιά σου μαλακώση. Μάθε ότι έχω μια άλλη Ιζόλδη, ωραιότερη απ' όλες της γυναίκες, που υπέφερε και υποφέρει ακόμη προς χάρι μου χίλιες πίκρες. Βέβαια η αδερφή σου με αγαπά και με τιμά.

Γιατί έχω ζήσει πολύ, είπε ο Μαρτίνος. — Αλλά παρατηρήστε αυτούς τους γονδολιέρους, είπε ο Αγαθούλης· τραγουδούν ακατάπαυτα. — Να τους ιδήτε σπίτι τους με τις γυναίκες τους και τα κουτσούβελά τους, είπε ο Μαρτίνος. Ο δόγης έχει τις πίκρες του, οι γονδολιέροι τις δικές τους.