Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Και πια άμα με τους αρχηγούς τ' ασκέρι ο Αχιλέας καλά 'στησε και χώρισε, τότες σφιχτό 'πε λόγο «Παιδιά, κανείς μη μου ξεχνάει τι λόγια για τους Τρώες 200 εδώ παχιά μού κόβατε, και τα παράπονά σας στιγμή δεν πάβατε όλοι σας σαν είμουν θυμωμένος 'Έρμε αρχηγέ, έτσι για θυμούς σ' έκανε εσένα η μάννα, που, άκαρδε, τα παιδιά βαστάς με το στανιό απ' τη μάχη.

Ο μοναδικός αδελφός του πατέρα μου βασίλευε σε μια γειτονική χώρα, και είχε δυο παιδιά, μια κόρη και ένα γιό, ίδια ηλικία με μένα. Καθώς μεγάλωνα και μου επιτρεπόταν μεγαλύτερη ελευθερία, πήγαινα κάθε χρόνο επίσκεψη στην αυλή του θείου μου, και συνήθως έμενα εκεί περίπου δυο μήνες. Λόγω αυτού ο ξάδελφος μου και εγώ γίναμε στενοί φίλοι και είμαστε πολύ δεμένοι.

Αυτής λοιπόν να στερήση κανείς τον εαυτόν του εκουσίως δεν είναι διόλου ευσεβές, εκ προβλέψεως δε τον στερεί όστις δεν φροντίζει διά γυναίκα και παιδιά.

«Πάλι σας χαιρετώ, παλικάρια, που χάρη νάχετε τα ηρωικά σας ονόματα, και δεν σας παίρνουνε για αποβγάλματα της Φραγκιάς! Που σπίθες πετούνε τα μάτια σας, μα σπίθες που δε μυρίζουν μπαρούτι! Που ο Άρης την πήρε τη φλόγα του από την όψη σας, και σας αφήκε τα ρούχα του μοναχά! Καλή μας τύχη, παιδιά μου, που η Φύση κάμνει και θάματα κάποτες. Βγάζει κάποτες και δράκους από τα σπλάχνα της σαρδαναπαλιάς.

Όσους Αργίτες πρόθυμα να ροβολάν θωρούσε, ναν τους παινέσει στέκουνταν και ναν τους δώσει θάρρος «Θάρρος, παιδιά, κι' απόφαση! και μη σας πιάνει δείλια!

Επάνω από τας όρνιθας εκατοικούσεν η κουκουβάια με τον άνδρα της και τα παιδιά της. Όλα τα μέλη της οικογενείας αυτής είχαν εξαίρετα αυτιά και ήκουσαν τα λόγια των ορνίθων και εστρεφογύρισαν τα μάτια των, η δε Κυρία κουκουβάια ετίναξε τα πτερά της και είπε: — Μην ακούετε τι λέγουν. Υποθέτω όμως ότι ηκούσατε τας ανοησίας των εκεί κάτω.

Ύστερα γυρίσανε τα παιδιά το ένα στο άλλο και λέγανε με θαυμασμό: «Μωρέ είδες από τι ψήλωμα έπεσε ο καμπουράκης! Πέντε μπόγια ψήλωμα». Ο Γιαννάκης ήτανε ξαπλωμένος χλωμός κι' ακίνητος απάνω στο σανίδι. Μα και ξαπλωμένος φαινότανε περήφανος και θαρρούσες πως χαμογελούσε στα παιδιά που τον τριγύριζαν. Ήτανε περήφανος, που έπεσε από τόσο ψηλά.

Το ψυχομάχημα, ο θάνατος, το πένθος, οι ετοιμασίες όλα ήταν για τη σκέψη του ψηφίδες που τούδειχναν μια θαυμαστή και μεγαλόπρεπη εικόνα. Σκυφτός άκουε το μυρολόγι της Ελπίδας κ' ένοιωθε το πνεύμα του να γυρίζη μέσα στα χερόγραφα των παλιών Ευμορφόπουλων. — Εγώ σε βεβαιώνω, είπε άξαφνα με φαρμάκι στο Θεομίσητο, πως και τα παιδιά έχουν την ψυχή της μάννας τους.

Διότι αυτά εδώ δεν είναι ούτε του Έκτορος ούτε του Πριάμου, ούτε έχεις τον χρυσόν που είχες άλλοτε. Εδώ είναι πόλις Ελληνική. Εις τόσην αναίδειαν έφθασες, δυστυχισμένη, ώστε ετόλμησες να πάρης άνδρα εκείνον του οποίου ο πατέρας εσκότωσε τον σύζυγόν σου και έκαμες παιδιά με τον κύριόν σου. Έτσι είσθε σεις όλοι οι βάρβαροι.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βιαστικά βήματα ανυποδήτων παιδιών και εις το πανωπόρτι παρουσιάσθη καταπόρφυρον πρόσωπον κορασίδος, ήτις αποσύρασα μετά δυσκολίας τον μάνδαλον, ήνοιξε την θύραν και εισώρμησε με σμήνος άλλων παιδίων. — Αχλαδία το βγάλανε, θεια Γαρεφαλιό, ανεφώνησαν όλα διά μιας, ως ν' ανήγγελλον την νίκην του Μαραθώνος. Το Γαρεφαλιό παρετήρησε τα παιδία μετά δυσπιστίας.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν