United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το συνοικέσιον υπήρξεν ευτυχές. Την μεν ημέραν περιήρχετο ο Μοναχός τους πέριξ πύργους, πωλών ευχάς και κομβολόγια, το δε εσπέρας επέστρεφεν εις το κελλίον έχων τας χείρας υγράς από τα φιλήματα των πιστών και την πήραν πλήρη άρτου, κρεάτων πλακούντων και καρύων, γεώμηλα δε δεν υπήρχον ακόμη εν Αγγλία, αλλ' εισήχθησαν βραδύτερον μετά του συντάγματος προς χρήσιν του ελευθέρου λαού, ότε επελθούσης της ισότητος έπαυσαν οι υπηρέται να τρώγουν καλά κρέατα εις την αυτήν τράπεζαν μετά του αυθέντου.

Και κατόπι πάλε από τριάντα περίπου χρόνια, όταν κι ο Πέρσος μονάρχης έκαμε τα ίδια με την ανατολική Αρμενία, που ονομάστηκε από τότες Περσαρμενία, πάλε ο Θεοδόσιος κ' η Πουλχερία κατάφεραν και της πήραν ένα μέρος και το κολλήσανε στη ρωμαίικη την Αρμενία.

Πάμε τώρα να πιούμε της Βασιλικής τον καφέ· λέει λαχανιασμένα σαν ξανανέβηκε. Τώρα ναι. Είνε νύφη μου η Βασιλική. Να τραβήξουμε όμως από τα ρομάνια εκείνα, να κυνηγήσουμε κιόλας. Για τον Πανάγο σου, ας πάνε να σκοτίζουνται οι Τούρκοι που τούκοψαν το κεφάλι. Και σαν αποσκούπισε το μαχαίρι στα χόρτα, σηκώθηκαν και πήραν τον απάνω το δρόμο.

Οι δημογερόντοι και η αρχοντιά των Γιαννίνων σαν τώμαθαν, κατάλαβαν το τι έτρεχε κ' ίσια πήγαν και πήραν κρυφά τες τσιούπρες από το πατρικό τους σπίτι και τες πήγαν στη Μητροπολη.

Ακούστηκε σε λίγο από μέσα από το μαγαζάκι η ξενική φωνή του Άγγλου να διατάζη στο μάγειρα, και τα παιδιά του μαγαζιού όσα είταν όξω, έτρεξαν πρόθυμα κι αυτά στους νέους ξένους. Πέρασε κάμποση ώρα. Οι εργάτες των ανασκαφών προτού να καλοφάγουν ακόμα, πήραν τα ξινάρια τους και τα τσαπιά τους, και πνιγμένοι στον ιδρώτα, με τον φλογερό ήλιο κατακέφαλα, μπήκαν πάλι στη δουλειά.

Άλλη φορά, απάνω στη βόλτα, ένα παιδί σαν το κρύο νερό, απάνω στα ξάρτια, μ' ένα ξεροβόρι δαιμονισμένο, του δίνει μια η αντέννα στο κεφάλι και το γκρεμίζει μέ στη θάλασσα. Άνοιξε το κύμα και το κατάπιε. Ούτε σημάδι του δε φάνηκε μες το σκοτάδι. Πάει, χάθηκε. Πήραν τη βόλτα και τράβηξαν. Ένας λιγώτερος. Τι να κάνης; Σήμερα αυτός, αύριο εμείς. Ας κλαίνε οι μαννάδες, που τάχουν.

Μα σαν τον ζύγωσαν να πεις μια κονταριά ή πιο λίγο, νιώθοντας το πως είναι οχτροί κάνει φτερά τα πόδια, και δρόμο! Μα κι' εκείνοι εφτύς τον πήραν καταπόδι.

Εισήλθον εις τον περίβολον διά να ίδη η χήρα τον τάφον, και δείξη τούτον, ως αξιοπερίεργόν τι, εις την μικράν Ανεψιάν της. — Να, Αφέντρα μου, κύτταξε πού θα με βάλουν! Η κόρη εκύτταξε με άκακον περιέργειαν και αφοβίαν. — Τι ώμορφο ταφάκι, που θάχης, θεια, είπε· μικρούτσικο . . . — Μου πήραν μέτρο, είπεν η γραία, μα δεν ξέρω, αν θα μούρχεται ίσα-ίσα.

Είπε, κι' αφτοί παραμερούν κι' αφίνουν να περάσει. Έτσι σαν πήγαν το νεκρό στον όμορφό του πύργο, τον πήραν και τον έβαλαν στο τορνεφτό κλινάρι, κι' άρχισε εκεί των γυναικών το μοιρολόϊ τριγύρω. 720

Στην άκρη του κόσμου μου πήραν την κόρη μου, κ' έρχεται κι ο Χάρος και μου αρπάζει ταδέρφια της από την αγκαλιά μου, να μαρτυρήσω, ν' αγιάσω! Φτάνει πια τα μαρτύρια, σώνουν τα βάσανα. Θάματα, θάματα μου πρέπουνε τώρα.