Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Που πήγαν μια φορά στην εκκλησιά και πήραν το διάκο για τράγο, τ' άγιο βήμα για τσαγκαδομάντρα, τους ψαλμούς για τραγούδια, το θυμιατό για σιδεροσφεντόνα και τα κλωνιά του λιβανιού για γιδοκακαράντζες. Πώχασαν μέσα το Γώγο, σα σκώθηκαν να φύγουν, κ' έμπηξαν τες φωνές για να τον βρουν.

Έγινε σφαγή φοβερή· πήραν ξεφρενιασμένοι τους δρόμους και ζυγώσανε στο Παλάτι. Σαν τα είδε αυτά η Ευδοξία, τρέχει στον Αρκάδιο, προσπέφτει στα γόνατα του, και του μολεγεί πως άλλον τρόπο δεν έχει παρά να γυρίση ο Χρυσόστομος πίσω. Αρίθμητα πλοία και βάρκες, κατασκέπασαν αμέσως το Βόσπορο, ξεκινώντας να συνοδέψουν τον Πατριάρχη.

Ήκουσα ότι είνε και έγκυος απ' αυτούς. ΕΡΜ. Δεν το χαίρεσαι; Θα σου κάμη κανένα Κέρβερον ή Γηρυόνην, διά ν' αναγκασθή ο Ηρακλής αυτός να κάμη και άλλον άθλον. Αλλ' εξέρχονται, ώστε είνε περιττόν και να κτυπήσωμεν εις την θύραν. ΚΥΡΙΟΣ. Επί τέλους σε συνέλαβα, Κάνθαρε, τι σιωπάς; Ας ίδωμεν τι έχεις εις την πήραν• λούπινα ίσως ή κανένα κομμάτι ψωμί. ΕΡΜ. Α μπα, έχει χρυσόν. ΗΡΑΚΛ. Μη εκπλήττεσαι.

Τραγικά τα όσα γένηκαν όταν έφευγε από τη Νίσιβη να τραβήξη κατά την Πρωτεύουσα. Του κάκου του πρόσπεσαν οι Νισιβιώτες παρακαλώντας να τους αφήση να πολεμήσουνε για την πατρίδα τους, για το είναι τους. Έλεγε πως ορκίστηκε στον Πέρσο και πως πρέπει να φυλάξη τον όρκο του. Είδαν κι απόειδαν τότες, και σύγκαιρα με το μισεμό του Ιοβιανού πήραν κι αυτοί τα μάτια τους κ' έφυγαν από τον τόπο τους.

Η Γκριζέντα κοκάλωσε και το όμορφο πρόσωπο και τα όμορφα μάτια της πήραν αμυδρά την όψη της γιαγιάς της. «Γυρίζει πίσω;» «Αφήστε τα τώρα αυτάείπε ο Έφις απιθώνοντας το πανέρι στα πόδια του κοριτσιού, αλλά εκείνη άκουγε σαν μαγεμένη τα λόγια της γιαγιάς, και εκείνος κατεβαίνοντας το σοκάκι νόμιζε πως ξανάβλεπε το παρελθόν σε κάθε γωνιά.

Της φαινόταν σαν να λιγοθυμούσε, όπως εκείνη την ημέρα, και πως τα δάκρυά της ήταν εκείνα του Τζατσίντο και τα ρουφούσε, σαν το χυμό ενός ξινού φρούτου, με τα τρεμάμενα χείλη της, διψασμένα από όλα εκείνα τα φιλιά που δεν έδωσαν ούτε πήραν. Τα νιάτα, το πάθος, ο πόνος του Τζατσίντο μεταγγίζονταν σ’ εκείνη.

Τ' αμπελοφύτια, τες σπορές του Πάνου ξεχωνιάσαν, Και του μικρού Αρχοντόπουλου το πατρικό πατήσαν Και σκλάβαν πήραν την καλή, την ακριβή αδερφή σου, Ο Γιάννος επαινέθηκεν άλλους να σκάψη κήπους Ο Πάνος λέει, άλλες σπορές, κι' αμπελοφύτια οργόνει. Μα το μικρό Αρχοντόπουλο άλλη αδερφή δεν κάμνει. Να πάη μονάχο ντρέπεται.

Τους πήραν κάβο μερικοί κάτω απ’ το δρόμο και τους ρίχτηκαν κι αυτοί με λύσσα. . . Κοντοστάθηκε το ρέμα του κόσμου στο πεζοδρόμιο . . . Δυο φίλοι του Νίκου που περνούσανε μέσα σε μια παρέα τονέ γνώρισαν απάνω στο παράθυρο και σταθήκανε: Νίκο!

Καλάκαλά δεν πρόφτασε να πιστέψη πως την πήραν από την καλύβα της και λεν να συνηθίση στο χωρισμό της! Μ' αν έρθη θάνατος! κι αν έρθη αρρώστια! Μ' αν η φτώχια γίνη πείνα αγριόδοντη στην πόρτα της! Ποιος θα καθίση παρηγοριά στο προσκεφάλι της; ποιος θα ταγίση το παιδί; Ωιμέ! πικρός που είνε ο πόνος της.

Ας το πουν, ας το πουν τα κορίτσια. Καλό θα της κάμη, κυρ Κωσταντή, καλό θα της κάμη. Κορίτσ. Ανοίξαν οι εφτά ουρανοί, τα δώδεκα Βαγγέλια, Και πήραν το παιδάκι μου από τα δυο μου χέρια. Γαρουφ. Έτσι να σας περεχούν οι καλοτυχιές, χρυσή νυφούλα, και διαμαντένια Δέσπω, κι αργυρέ Κωσταντή. Σηκωθήτε πια κ' ήρθ' η ώρα. Στο καλό και να μας πολυχρονίσουνε.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν