Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Βουνό να κατρακυλήσης απάνω του, και πάλε ξεσπάνει ο τάφος και ξαναφέρνει στον κόσμο μια λάκερη κόλαση. Φωνή τρομερή με ζωντάνεψε, αν είνε ζωή αυτός, του θανάτου ο θάνατος. Την άκουγα τη φωνή της, και γύρευα να ξεσκίσω την παγωμένη μου σάρκα, να τα τραβήξω σύρριζα τα μισοχυμένα μαλλιά μου.

Η ενέργεια της ψυχής του δεν πεθνήσκει. Ο ποταμός θα λούση πάλε χωριά, προάστεια, ίσως γρήγορα και πόλη. Τότες τα νερά του θα μας βγάλουν καινούριες εικόνες, θα ξαναρχίση άλλους γύρους το ποτάμι· θα μπη σ' άλλα χώματα, θα σκάψη άλλες πεδιάδες.

Η δεύτερη αυτή εκστρατεία του δε φαίνεται να βγήκε και πολύ λαμπρή. Μη έχοντας μήτε αρκετό μήτε καλά εφοδιασμένο στρατό εξαιτίας του δεύτερου περσικού πολέμου, έχασε τότες τη Ρώμη. Είναι αλήθεια πως πάλε την ξαναπήρε από τους Γότθους, μα στα 548 θέλοντας μη θέλοντας έφυγε από την Ιταλία.

Δεν πρέπει όμως να θαρρέψουμε πάλε πως η γλώσσα του έχτου αιώνα είταν τόσο αλλαγμένη που να πλησιάζη τη ρωμαίικη μας γλώσσα. Πολύ μακριά.

Δε θα ξανακούσω πάλε τη λαλιά της; Αγριέβουμαι μέσα στη μοναξιά. Να την πάλε που βγήκε, που πήγε απάνω στο Σταβροδρόμι, που μ' αφίνει. Λέλα μου, Λέλα, είναι μια γλύκα τόνομά σου. Πότε θα σ' αρπάξω να φύγω, να πάμε μακριά οι δυο μας μαζί; Να ξαπλώση από πάνω μας o ουρανός τη γαλανή του τη φορεσιά.

Εκείνος δεν προσμένει· τον έβγαλα, τον έδιωξα, μάθημα πια δεν έδινε στην Ελένη, όχι! πρέπει ο κύριος αμέσως να γυρίση! Δεν είταν όνειρο· τον είδα. Να τος πάλε που ξετρυπώνει. Η αλήθεια ξετρυπώνει μαζί του. Από το παράθυρο απάνω, που κάθουμαι και καρτερώ, τον είδα. Να τος που ξεπροβάλλει. Όξω στο δρόμο τρέχει, τρέχει βιαστικά, πλάγι στο σπίτι, έρχεται από κει πίσω που είναι η πόρτα του μπαξέ.

Καμμιά φωνή δεν τον καλονύχτισε τώρα. Κ' οι συντρόφισσές του, οι αχώριστες οι έγνοιες κ' οι λαχτάρες, τον αφήσανε κι' αυτές και φύγανε μακρυά. Τα κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας: — Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα... — Να τονε. Με τα σκυλιά πάλε θα τα βάλη! Να το δης: Είπε ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, δείχνοντας με το δάχτυλο κατά το μώλο και ρουφώντας τον ναργιλέ του.

Δεν το καταλαβαίνεις; «Τι σούκανε πάλε ο Τρακοσάρηςμου λένε κάμποσοι. «Πάλε τα βάσανά σου λεςμου λένε άλλοι. Βρε εμένα τι μούκανε; Εμένα τα βάσανά μου; Τι είμαι εγώ; Τίποτα! Σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι. Μα δεν είν' έτσι. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια τα αμέτρητα πώς κατάντησες! Κ' έπιασε τα γένεια του, κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, φωτιά.

Όμως αλήθια αφτά αν τα λες κι' όχι έτσι τάχα λόγια, σύρε ως στους θεϊκούς σωρούς κι' αμέσως κράξε τώρα Την ανεμόποδη Ίριδα ναρθεί και τον Απόλλο, 55 για να κατέβει η Ίριδα στων Αχαιών τους λόχους κι' ας πει του σείστη Ποσειδού ν' αφίσει τους πολέμους και να τραβάει στον πύργο του μες στου γιαλού τα βαθιά· κι' ας στείλει ο Φοίβος πάλε ομπρός τον Έχτορα στη μάχη, μέσα ξανά φυσώντας του ζωή σαν του γιατρέψει 60 τους πόνους που τον τυραννούν, και τους Αργίτες πίσω ας τους γυρίσει με φεβγιό δειλόκαρδο σκιαγμένους, που αβάσταχτοι ως στα φτερωτά να τσακιστούν καράβια. 63 Μα πριν δεν ξεθυμώνω εγώ, μήτε θεό κανέναν 72 άλλονε αφήνω εδώ βοηθός των Αχαιών να τρέξει, πριν ως στην άκρη ο πόθος του τελειώσει τ' Αχιλέα που τούταξατη θεϊκιά κουνώντας κεφαλή μου75 τη μέρα π' άγγιξε η θεά τα γόνατά μου, η Θέτη, και να τιμήσω κλάφτηκε τον καστροπάρτη γιο της

Πάλε του Κρόνου ο γιος καρδιά ξανάβαλε στους Τρώες 335 κι' ίσια αμπώξαν τους Αχαιούς ως στο βαθύ χαντάκι, κι' έτρεχε ο Έχτορας φωτιά γιομάτος με τους πρώτους.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν