Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Ιδίως όμως εστενοχωρείτο το Πάσχα, και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, ότε η ευλογημένη η Κρατήρα δεν έκαμνε νισάφι. — Τι τα θέλ' ς, καϋμένη, τόσα πολλά; τα παιδιά έχεις;
Αχ, και να είχες μάτια να τα δης αυτά, Κωσταντάκη, που σε κουβαλούνε, κ' έννοια δεν την έχεις τη ρήμαξη που αφίνεις μέσα στ' αρχοντικό σου. Ποιός τόλεγε, Πιπινιώ μου, πως σε τρία φεγγάρια μέσα είτανε γραμμένο να τα φάη το χώμα και τα τρία ταδέρφια. Πιπ. Και που έκαμε μαθές νισάφι ο απόνετος ο χάρος να κάμη και δω. Πέντε πέντε και δέκα δέκα τους θερίζει μαζί καθεμέρα.
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη οπωσούν τραχεία η φωνή του ενός των χωροφυλάκων, του γεροντοτέρου· — Ε! νισάφι, βρε παιδιά, εφώναξε . . . Πέσατε με τα μούτρα πάλι στο πλιάτσκο! Με τον ίδιον τόνον απήντησεν ο Λούκας· — Έννοια σου, μπάρμπα-Χρήστο! το κάνουμε για να μη σκουριάσουν τα σίδερα μες τη θάλασσα . . . Κ' έπειτα είνε ανάγκη να ξαλαφρώση λιγάκι τ' αμπάρι, για να σηκωθή το σκάφος! . . .
Εις τούτον Άγγελοι χρυσοί τας πτέρυγάς των σμίγουν με μουσικάς ευμόλπους, ο δ' Αβραάμ και Ισαάκ 'στούς ευσεβείς ανοίγουν χαριτοβρύτους κόλπους. 'Στόν άλλον όρη και βουνά με μέλι και πιλάφι και Οδαλίσκαι που στιγμή δεν κάνουν και νισάφι, και αν επλάσθης με ροπήν προς την πολυγαμίαν εκάστην ώραν ειμπορείς ν' αλλάζης κι' από μίαν.
Χάρη νάχης τον Άη Γιάνη, που πήγα και λειτουργήθηκα σήμερις, και δεν ξεχυμίζω μαθές τώρα με τα νύχια μου να τα χύσω τα μάτια σου που η γλώσσα σου νισάφι δεν έχει. Περμ. Και δεν κοιτάζεις, θεότυφλη, να τηνε δης την κοπέλλα στο παραθύρι της εκειδά, που στέκεται ολομόναχη; Πιπ.
— Θα έχη . . . φτάνει πλεια, νισάφι, τόσον καιρό που μένετε αλιβάνιστοι . . . Ετοιμάσου, κυρά μου, να στολιστής ταχύ-ταχύ να πάμε . . . Ο άνδρας σου θα έστρεψε το δρόμο κ' επήγε σε κανένα καλύβι να βρη κανένα φίλο του . . . ίσως πήγε να ψωνίση τίποτε ξερή μυζήθρα και πρωτογαλιά φρέσκη για αύριο . . . Ησυχάσατε . . . Κι' όπου είνε, θα φτάση.
Τον πείραζαν οι φίλοι του πως δεν τον άφηνε η γυναίκα του που τούχε λέει βαλημένα τα δυο του πόδια σ' ένα παπούτσι. Μα οι γειτόνοι έβλεπαν την αγάπη πούχε το αντρόγυνο-τόσο που όλο και τον κεντούσε το Νίκο με τα τσουχτερά του τα λογάκια ο Κυρ Μπάμπης, ο χοντρός μπακάλης στη γωνιά του κάτω δρόμου: Νισάφι!
Μήτε σπαθί μήτε τουφέκι δεν πήρε στο χέρι του. Μα έπιασε μπόμπα με το φιτίλι της αναμμένο. Ξέσπασε η μπόμπα παράκαιρα, κι ανέβηκε ο άγιος ο πατέρας στον ουρανό, δίχως να στείλη και τους Έξ' από δω στην πατρίδα τους. Τα ξέρεις όλα. Δε χρειαζότανε δα και πολλή σφαγή να τους ησυχάσουν τους Πολίτες οι Τούρκοι! Νισάφι δεν τόκαμαν οι Τούρκοι το αίμα τους. Αλύπητα τόχυσαν.
Αυτός δα σε βαστάει στα χέρια όλη η Γαργαρέττα έχει να το κάνη. . . Κάπου θα μπλέχτηκαν ! Οχτώ η ώρα ! . . . Αμ νισάφι πιά ! Απ’ τις τρεις την είδα να πηγαίνη τον κατήφορο . . . Τώρα νύχτωσε. . ο κόσμος όλος είναι στα σπίτια τους. Κι αυτοί που είναι για τους χορούς ή για να πάνε μασκαράδες στα ξένα σπίτια, γυρίζουνε σπιτάκι τους να ετοιμαστούνε, να τσιμπήσουν κάτι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν