Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Πρώτη φορά στην περίφημη την Ελλάδα, προσπάθησε ένας ποιητής να φτειάξη τέτοια βαρκούλα, πρώτη φορά πολεμάς για χατίρι Μιανής και Μιανής δόξα. Πολλοί κάμνουνε και κάμανε στίχους, πότε για τη μια, πότε για την άλλη. Εγώ για σένα μόνο μιλώ, και δίχως να πω τόνομά σου, ο κόσμος ξέρει ποια είσαι. Λοιπόν ήσυχη να μείνης.
Κι ο Αριστόδημος βρισκότανε σε αδιάκοπο μεθύσι. Αισθανόταν ευγνωμοσύνη στην αξίνα, υποχρέωση στους σκαφτιάδες, τυφλή λατρεία στη γη που του έδωκε τόσα και τόσα προγονικά κειμήλια. Η γη προ πάντων με την άμετρη φροντίδα της του σκλάβωνε το λογικό. Πόσα και πόσα δε μεταχειρίστηκε για να φυλάξη στους κόρφους της τ' απομεινάρια μιανής ζωής σβυσμένης από τον άγριο καταχτητή!
Σκοπός του είτανε να πάη στ' Αποδούλο, χωριουδάκι του Αμαριού, και να ξετρυπώση μια φαμελιά που σε κείνα τα μέρη έπρεπε ακόμα να σώζεται. Έπρεπε να βρεθή της Κυρίας Μπάρτλεης η μάννα κι ο πατέρας ή τουλάχιστο κάποιος της συγγενής. Σα δύσκολο πράμα να γυρεύης, λέει, τη ρίζα και τη φύτρα μιανής Μπάρτλεης στ' Αποδούλο της Κρήτης!
Ήξερε ακόμα πώς σφικτοπεριπλέκεται ο μαύρος ο κισσός ολόγυρα στολόχλωρο κορμί του γεροπλάτανου και ολόγυρα στο κάτασπρο το μάρμαρο μιανής αρχαίας κολώνας. Και σφίγγοντας την αδερφούλα του στην αγκαλιά του, της έλεγε γλυκά και λυπημένα: — Πόσο μοιάζω κ' εγώ το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού....
Ύστερα από λίγη ώρα, βρέθηκε σένα μαντρί κοντά, πούχε γαλάρια γιδοπρόβατα. Εκεί ζήτησε λίγο γάλα κι' ο πιστικός άρμεξε όλο το βυζί μιανής γίδας στο στόμα, του κατανήστικου κουταβιού. Άμα το γάλα μπήκε στην κοιλούλα του, το κουτάβι άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια, και κοίταξε κατάματα τον κυνηγό, κι' έκανε σα νάθελε κάτι να του ειπή, αλλά τι να του έλεγε ένα τέτοιο άλογο ζώο;
— Ας έρθη κι' αυτή, η καϋμένη, Στάθη, είπε του ανδρός της. Κοντολογής, ο άνδρας μου, ο Λευθέρης, έκαμε κουράγιο, επήγε μόνος του ως το σπίτι, ηύρε το παιδί μας που έκλαιε, το επήρε και μου το έφερε και ολίγα ρουχικά μαζί. Μπαρκάραμε όλοι αντάμα στην καρρότσα. Εμείναμε δυο-τρεις μήνες, με τον άνδρα μου, σ' ένα περιβόλι μιανής συγγένισσάς μας, κοντά στον Άι-Γιάννη του Ρέντη.
Έκαναν μετάνοιες και σταυρούς και παρακαλούσαν μυστικά Παναγιά και το Χριστό, να τους φέρουν από την Ξενιτειά της μιανής τον γυιό της και της αλληνής τον πατέρα της και μόνον όταν κόπησαν από την κούραση, μπήκαν κάτω από την φλοκωτή την τσέργα, για να κοιμηθούν η μια στην αγκαλιά της αλληνής.
Αργότερα που ήρθαν οι Χαγάνοι, επρόσθεσαν σ' εκείνα τις αδυναμίες τις δικές τους. Σκόρπισαν ολούθε με ανοιχτή καρδιά την πολυτέλεια, την επίδειξη, τα φανταχτερά και χτυπητά χρώματα. Πήραν να ειπούμε μιαν απλή ελληνοπούλα και της φόρτωσαν τ' ασημοχρύσαφα και τα γουναρικά μιανής ανατολίτισσας. Το βαρυφορτωμένο κορμί ασχήμηνε βέβαια.
Κι ο Ιουστινιανός, που για χάρη μιανής μεγάλης αρετής συνήθιζε να παραβλέπη πολλές κακίες, παραλίγο να το πλερώση ακριβά με τη Στάση του Νίκα, όπου καθώς είδαμε είταν κι ο Τριβωνιανός ένας από τους καταδικασμένους του λαού. Της πρώτης λοιπόν εκείνης συντροφιάς έργο είταν ο « Κώδικας » τελειωμένος από τα 529, και ξαναδιορθωμένος στα 536.
Οι δύο εβάσταγαν τις άκρες της θηλιάς, που είχαν σε ένα μακρύ χοντρό σκοινί δεμένη. Ο ένας τη μια άκρη το σκοινί, ακουμπημένο σίγουρα στης μιανής ελιάς τη ρίζα. Ο άλλος την άλλη άκρη το σκοινί, στης αλληνής ελιάς τη ρίζα ακουμπημένο. Η θηλιά έπεφτε στη μέση χάμου, καταμεσίς στο μονοπάτι. Ο τρίτος με τη βαριά στα χέρια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν