Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Μα πριχού την πάρης να μη μπαίνης στο σπίτι μας ... γιατί μα το Θεό ... Δεν ετελείωσε την απειλήν, αλλά δεν ήτο δύσκολον να την μαντεύση ο Μανώλης και με χειρονομίαν αδιαφορίας μεγαλοπρεπή απήντησε: — Δε θα βάψω μαύρα. Και απεμακρύνθη. — Να σε μάθουν ομπρός εκείνοι που σέχουνε να μιλής κύστερα να μπαίνης στων ανθρώπων τα σπίτια, είπεν ο Στρατής. Μα δε φταίτε σεις παρά ο κουζούλακας ο κύρης μου.
Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή. — Φεύγω τώρα.... Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.
Ιδού τα έρημα πεδία της, μαύρα εκ των καταπεύκων θάμνων. Ιδού αι ακταί όπου αι θεαί των Αχαιών νήες δέκα όλα έτη ανέμενον. Ιδού τα Πέργαμα, ο Σκάμανδρος, αι Σκαιαί Πύλαι... Ω! τίποτε, τίποτε σήμερον δεν υπάρχει. — Fuit Ilium... Τα Μπεσίκια με την δασώδη φυτείαν των κάμπων και με τον μέγαν κόλπον των. Τα βουνά της Ανατολής, μακρά, υψηλά, κατάφυτα. Ευλογημένα βουνά.
Όλη νύχτα τον κόσμο χαλούσαν. Κοίταξε, κοίταξε τα μαύρα εκείνα ματόκλαδα! Κι από μάτια γλυκύτερα σου μιλούν. Σου λεν πως καθετίς που μισοσκεπάζει ομορφιά, είναι κι από την ομορφιά που σκεπάζει μαγευτικώτερο. Κρυφογλίστρησε χαδευτικά τη ματιά σου, και σταμάτα την κατά τα μισανοιγμένα τα χείλη. Το ίδιο το μάγιο, το ίδιο μυστήριο.
Και μία μισόξηρη ακακία που στάζουν τα φύλλα της μαύρη δροσιά, σαν να κλαίη τον Βασιλέα μας με μαύρα δάκρυα.
Ένα αναμμένο αγιοκέρι απάνω στο τραπέζι, μόλις φώτιζε το μεγάλο κελί, σα στρατώνα. Ίσκιοι μισοσκοτεινοί απλόνουνταν ολόγυρα στα μαυριδερά ντουβάρια και στο ταβάνι, το αγιοκέρι έκαιε πάντα, στάζοντας απάνω στ' ανοιχτά κιτρινισμένα φύλλα ενός Μεγάλου Ωρωλογίου, που τα κόκκινα με τα μαύρα γράμματά του, φαίνουνταν σα να με κοίταζαν αλλόκοτα, ανάμεσα στη σιγαλιά του κελιού.
Ωστόσον ημέραν παρ' ημέραν άρχισα να βάνω εις καλήν τάξιν το σπίτι μου, το εργαστήριον και τας υποθέσεις μου, ότε μετά δέκα ημέρας βλέπω και μου παρασταίνονται εις το σπίτι μίαν ημέραν δύο σκυλλιά μαύρα και κινούντα την ουράν με την κεφαλήν σκυπτήν μου έδειχναν αγάπην και ταπεινότητα, και από το σχήμα των και τα κινήματά των έδειχναν ότι ζητούν συμπάθειαν.
Έτσι που μου μιλάς, χύνεται η πνοή σου σαν ανθισμένης τζιτζιφιάς το ανάσαμα από τα γυρτά κλωνάρια! Πάψε! Να μην ακούω τη φωνή σου! Μέλι λες στάζει όπως σιγοτρέμει από την οργή σου. Δίνω της φορεσιές μου της χρυσές και τα μαργαριτάρια που μώφερεν ο Καίσαρας τα μαύρα, να σου φιλήσω αν μ άφινες τα χείλια! Ω! σ' έχω μέσ' στο αίμα μου! Οπίσω! Οσμή θανάτου όσα βγαίνουν από το στόμα σου σκορπάνε.
Έτζι είπε ο Δίας· και σ' αυτά τα θεϊκά του λόγια, Για τους Μπακάκους θλιβερά και μαύρα μοιριολόγια, Ο Άρης αποκρίθηκε, και λέγει προς τον Δία, 575 Δεν είν' δουλιά της Αθηνάς, μήτ' εδική μου αντρεία, Στο χαλασμό των Μπακακών να βάλωμεν εμπόδιο.
— Μετά το γεύμα ο καιρός έδειξε σημεία βελτιώσεως καταφανή· η Ανατολή ήρχισε να καθαρίζη από τα μαύρα εκείνα νέφη, τα οποία είχε τόσον πυκνά σωρεύσει επί του Αιγαίου ο μαΐστρος τόσας ημέρας πνέων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν