Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Δεν μπορώ αλλοιώς να ζήσω. Καθώς το άκουσε, εντύθηκε στα μαύρα. Τόρα εννόησε το φίδι που την εκρυφοδάγκωνε τόσον καιρό. — Την τέχνη σου! λέγει· ναύτης θα πας να γένης· θα καταντήσης ναύτης πάλι! Ναι· ναύτης· δεν μπορώ. Με κράζ' η θάλασσα!... Μα πού εκείνη! Να μη το ειδή να μη το ακούση. Άρχισε τα δάκρυα, τα παρακάλια· ερριχνόταν απάνω μου, μ' έσερνε στους κόρφους της μ' εσκέπαζε με φιλιά.
Απάντησε στο χαιρετισμό με τα μάτια, μαύρα χρυσαφί κι εκείνα κάτω από μακριά ματόκλαδα, αλλά δεν μίλησε και δεν κατέβηκε.
Κατά την εξήγησιν δε την οποίαν μου έδωκεν ο ερμηνευτής της εικόνος, εκ τούτων η μεν μία ήτο η Επιβουλή, η δε άλλη η Απάτη. Κατόπιν ήρχετο μία άλλη της οποίας ο ιματισμός ήτο πολύ πένθιμος• εφόρει μαύρα και είχε τας παρειάς κατασπαραγμένας, νομίζω δε ότι αυτή ελέγετο Μεταμέλεια• και εστρέφετο προς τα οπίσω δακρύουσα και με εντροπήν μεγάλην και συνεσταλμένη έβλεπε προς την πλησιάζουσαν Αλήθειαν.
Γοργό Χηλιδωνάκι, πουλί ξενοτικό, Κι' εμέ του ξένου κάμε μια χάρι σπλαχνικό, Πέτα στο περιβόλι της Χλόης, και σαν μπης, Κοντά της να καθίσης, πολλά να της ειπής· Να της ειπής λαλόντας παραπονετικά Πως έβαλαν τα μαύρα, τα μαύρα μ' σωθικά. Ειπές της πως δεν παύω από τους στενασμούς. Αχ! μη, Χελιδωνάκι· πες της χαιρετισμούς.
Και κάποτε πετούσαν ο ένας στον άλλο μήλα και κτένιζαν ο ένας του αλλουνού το κεφάλι, κάνοντας χωρίστρα τα μαλλιά τους. Η Χλόη παρομοίαζε τα μαλλιά του με σμέρτα, επειδή ήτανε μαύρα, κι ο Δάφνης το πρόσωπο της Χλόης με μήλο, επειδή ήτανε λευκό και ρόδινο.
Και ο Χριστοδουλής έτρεξεν ελαφρόπους, με το έν μπουδονάρι του ανασηκωμένον ακόμη έως το γόνυ, με το άλλο καταβιβασμένον εις τον αστράγαλον, ξυπόλυτος, με τα πόδια &παπουδιασμένα&, μαύρα, ψημένα από την άλμην του κύματος.
Αρμάθιαζε, ξαρμάθιαζε, τα κρέμαε 'ςτό λαιμό της. Και 'ςτόν καθρέφτη εκύτταζε, κ' έλεγε με τον νου της. — Μάτια μου μαύρα και γλυκά και ζαχαρένιο στόμα, Κυπαρισσένιο μου κορμί κι' ολόχρυσα μαλλάκια, Δαχτυλιδένια μέση μου κι' αφροπλασμένα στήθη.
Κατά δε τους περιπάτους του εν Αθήναις ανεκάλυψεν ότι το αρτιπαγές εμπόριον των γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων θα προέβαινεν εις θαμβωτικήν προκοπήν εις μίαν πόλιν όπου τα αθύρματα και τα ψεύδη τιμώνται πολύ ακριβώτερα από την αλήθειαν και σταθερότητα, και εισήγαγε την Αρφανούλαν εις το εργοστάσιον των γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων, όπου η δροσογενής Σεπολιώτισσα δεξιά τον νουν, με δύο μαύρα μάτια, ως του αστρείτου του όφεως παίζοντα, εγένετο μετ' ολίγα έτη αρχιεργάτρια, αυτή δίδουσα όλα τα σχέδια των πίλων και ψευδοστεφάνων.
Η τιμωρία του Τερερέ ήρεσεν εις τον Σαϊτονικολήν, αλλά του εφάνη ανεπαρκής και εφρόντισε να την συμπληρώση την επιούσαν, γρονθοκοπήσας τον μάγον όταν τον ήκουσε ν' απειλή εκ νέου ότι θα κάμη και θα δείξη, εις κύκλον χωριανών, εις τους οποίους εδείκνυε τα μαύρα ίχνη, τα οποία είχεν αφήση εις τας χείρας και τους πόδας του το σχοινίον, και να διηγήται πως εσώθη εκ της κρεμάλας υπό του κατά τύχην διελθόντος μετ' ολίγον Αστρονόμου.
Τα πλάσματα τ' αθώα της Ημέρας αρχίζουν να κουρνιάζονται να γλυκοησυχάσουν, ενώ τα μαύρα εξυπνούν δαιμόνια του σκότους 'ς το άρπαγμά των να χυθούν! — Θαυμάζεις μ' όσα λέγω; Ησύχασε, ησύχασε! Ό,τι και αν αρχίση με το κακόν να σπείρεται, με το κακόν θ' αυξήση! — Δάσος παρά τα ανάκτορα. Α’ Δολοφόνος Ποιος να μας κάμης συντροφιά σ' έστειλ' εδώ; Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ο Μάκβεθ .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν