United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΒΑΣΙΛΕΑΣτης νεότητος τον σκούφον απλό γαϊτάνι, και όμως χρήσιμο στολίδι· ότ' η φαιδρή και αμελημένη ενδυμασία 'πού η νεότης φορεί, την χάριν της αυξαίνει, καθώς η γούνα και τα μαύρα ρούχα δίδουν υγείαν κ' ήθος σοβαρό του ωρίμου ανθρώπου.

Όπως καθόταν εκεί και κοίταζε τα μαύρα νερά, μου φαινότανε απλησίαστη και μέσα μου κράζαν εκατό αντιφατικές φωνές, που μάζευαν όλη τη δύναμη τους για να φτάσουνε στην καρδιά και στη συμπάθειά της. Μα όπως καθόμουν εκεί, άρχισε να φεύγη η ανησυχία μου και δίχως να μ' ενοχλή κανένας δισταγμός και δίχως καμιά νευρικότητα έβλεπα πρώτη φορά τη φύση των δυτικών γιαλών.

Θα ήμην δέκα δώδεκα ετών παιδί, εκείνος δε υποθέτω, γέρος εβδομηντάρης. Υψηλός, ολίγον κυρτός, με μουστάκια και φρύδια πυκνά, με γλυκά όμως, μαύρα μάτια, όπου θαρρείς πως εγελούσαν, κατ' αντίθεσιν προς την τραχύτητα των λοιπών του προσώπου του χαρακτηριστικών.

« 'Σ το δρόμο μ' όλα τα κλαριά » Βογγούσαν 'σάν να λέγαν: » — Άχαρη! .. 'πέθανεν, αυτός, » Ο φίλος σου, ο λατρευτός — » Και τα πουλιά να κλαίγαν.» « Να κλαιν, με μαύρα δάκρυα, » Και να 'μοιρολογάνε· » — 'Πέθανε! — Μ' έλεγαν κι' αυτά, » Και κλαίγαν 'μοιρολοστικά, » Αντί να κελαϋδάνε

Έλα να πάρουμε τον καλό δρόμο της εξοχής μας και να τραβήξουμε μακριά, αλάργα, πέρα από την πόλη όπως τότες. Δεν είμαστε παιδιά πια, μα δεν είμαστε και γέροι. Συ θα φορέσης το μοβ εκείνο φορεματάκι σου, το ψάθινο πλατύγυρο καπέλλο σου, τα μικρουλάκια λουστρίνια σου, τη βυσινιά, μπελερίνα σου, τα μαύρα σου γαντάκια, νούμερο έξ.

Τα μαύρα και μεγάλα του μάτια, που γιάλιζαν σα σβυσμένα κάρβουνα μέσα στες κόχες τους, ήταν γιομάτα βαρβατίλα, άλλης ειδής μάτια, και τα φρύδια του τάχε γυρμέν' ανάποδα κατ' απάνω, σαν των νεράιδων που λεν τα παραμύθια. Σωστός τράγος ο αβάσκαγος. Όλα του κορμιού του και της όψης τα σημάδια με τράγο τον παρώμοιαζαν. Ο Γεροθεόκριτος, αν ήτον, θα τον παρώμοιαζε με τον Πάνα.

Σαν άκουσε της λυγερής τα μαύρα λόγια ο Γιάννος Τον πήρε η μαύρη απελπισιά και η λαύρα της καρδιάς του Και φεύγει αναστενάζοντας και πάει αγκομαχώντας.

Εγώ σε ερώτησα, είπεν η Τουρανδότη, ποίον είνε εκείνο το δένδρον που τα φύλλα του είνε από το ένα μέρος μαύρα, και από το άλλο άσπρα. Ετούτο το δένδρον, απεκρίθη ο Καλάφ, είνε ο χρόνος, ο οποίος είνε συνθεμένος από ημέρες και νύκτες. Ετούτη η απόκρισις εφάνη παρομοίως επαινετή εις όλους του Ντιβανιού, και έλεγαν ότι αυτή είνε αληθινή διάλυσις και έδιδαν χιλίους επαίνους εις τον Καλάφ.

Παρόμοιος ήταν 'στό πρόσωπο κι ο γιδάρης τούτος. Παιδί ακόμα, παλληκαράς, κ' είχε τα κοντά του μαλλιά μεριές άσπρα και μεριές μαύρα. Παρασήμαδος άνθρωπος. Το πηγούνι του μακρύ, απόλαε το κατήφορο μυτερό τραχιό γένειο, μόλις ίδρωναν τα μουστάκια του, σπανός θα να γένονταν, η μύτη του γερακάτη, υπερβολικά καμαρωτή, έγγιζε με την άκρα της τ' απάνω αχείλι κ' έδινε στην όψη του μορφή μπούτσικου τράγου.

Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο, μαύραις η πάνταις, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα στη Σαλονίκη. Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν ούτε μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε.