Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Αυτή ως επί το πλείστον εκαβαλίκευε ένα άλογο τατάρικο άσπρο με βούλλες κόκκινες, και επεριπατούσεν ανάμεσα εις εκατό σκλάβες ενδεδυμένες με πολλήν μεγαλοπρέπειαν, επάνω εις τόσα άλογα μαύρα.
Μαύρα δάκρυα έχυσα την ημέραν, καθ' ην έμελλον ν' αποχωρισθώ πλέον της αγαπημένης μου σκούνας. Ναυαγός εάν ήμην, δεν θα έκλαιον τόσον την απολεσθείσαν περιουσίαν μου. — Γιατί να μη έχω μίαν σκούναν ιδικήν μου! Έλεγεν ο λογισμός μου παραπονούμενος. — Να ταξειδεύω! Να ταξειδεύω! Πάντα να ταξειδεύω! Επανελάμβανον οι πόθοι μου ορφανοί, πενθηφορούντες.
Για να ειπώ την αλήθεια τον ελυπήθηκα. Δεν επίστευα πως αγαπούσε τόσο το Σμαρώ. Σε τέτοια διαστρεμμένη ψυχή δεν επίστευα να χωρή τόση αγάπη. Και όμως εχωρούσε. Και ίσως όχι δαίμονας αλλ' άγγελος μυροφόρος είχε τον θρόνο μέσα του και τον έσπρωχνε ν' αλλάζη όλα στην «Άγια Μαύρα» μας, πρόσωπα και πράγματα.
Χάνονται υπό το καταπράσινον κύμα, και πάλιν ιδού αναφαίνονται παρά το πλευρόν της σκούνας, η οποία ως διά μαγνήτου τα προσελκύει κοντά της, τα σύρει μαζύ της. Τώρα είνε πίσω. Τώρα ήλθαν 'ς την μέση. Ένα κοπαδάκι, δύο κοπαδάκια, τρία κοπαδάκια. Μικρά-μικρά. Με κοιλίαν άσπρην, με ματάκια μαύρα, ως γυαλιστερές χανδρίτσες.
Αλλ' ήτο τόσον ωραία εις την ικετευτικήν εκείνην στάσιν και τόσον γοητευτικά ήσαν τα βουρκωμένα μαύρα της μάτια, ώστε ο Μανώλης, αντί να υποχωρήση, έγινε τολμηρότερος. Τόση δε ήτο η παραφορά του, ώστε ελησμόνησε και κατεφρόνησε πάντα κίνδυνον. — Πηγιό μου, Πηγιό μου, Πηγιό μου! ανεφώνησε και τα τρία «μου» ήχησαν ως τρία φλογερά φιλήματα.
Αλλ' ειπέ μου διατί δεν έχεις κατατρέξη εγκλήματα ως αυτά θανάσιμα και μαύρα, οπόταν σε ανάγκαζαν η ασφάλειά σου, η φρόνησις και τόσα πράγματ' αλλ' ακόμη;
Και παίζουν εις την ποδιάν της, θαρρείς, μαύρα ματάκια, από χανδρίτσαις ψεύτικα ματάκια. Πυρίνη, κατακόκκινος ημικυκλική οπή, καίει τώρα προς δύσιν. Οπή καμίνου, ένδον της οποίας αναρριπίζονται δυσθεώρητοι φλόγες. Ούτω πυρίνους λάμψεις θα εξηκόντιζε και η φοβερά Βαβυλωνία κάμινος.
Τρεις ώρες εστολίζονταν ακέριες κάθε μέρα, Μπρος σε διαμαντοστόλιστον κι’ ολόχρυσον καθρέπτη, Και ξένταε και χτένιζε μακρυά μαλλιά και μαύρα, Με διαλυστήρι ολόχρυσο και λεφαντένιο χτένι, και τάπλεγε μακρυά-μακρυά και τάφκιανε πλεξίδες, Σταυροδεμένες ώμορφα στη μέση στη χωρίστρα.
Το μουστάκι του πάλε, το καστανό, το ψιλόχνουδο, το πηχτουλό, σου παρουσίαζε αντροσύνη και ζεστασιά, που τα ψιλογραμμένα τα φρύδια δεν τηνε δείχνανε. Όσο για τα μαύρα του μάτια, τα στοχαστικά και τα γοργοκίνητα, τέλος δεν είχε η λυπητερή διαφανάδα τους. Με το Κρητικό το μαυρομάντιλο τυλιγμένο περίγυρα στην κορφή του, δεν τα πολυστερούσουνα τα σγουρά του.
«Κάτου 'ς τα Σάλονα, ξεψυχισμένος Ο εχθρός εφώλιασε μακρά απεδώ Ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι' αποσταμένος Θέλω 'ς το μνήμα μου να πάω κ' εγώ.» »Βλέπεις μυρίστηκαν το σκοτωμό μου Όρνεια ανυπόμονα, μαύρα πουλιά, Πριν με ξεσκίσουνε 'ς το σάβανό μου Παιδί μου, κρύψε με 'ς τη γη βαθειά.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν