Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Έξω, βρωμονερούλιασμα!... Τι έγινε το φως σου; ΓΛΟΣΤ. Μαύρα τα πάντα... σκοτεινά! Εδμόνδε μου, πού είσαι; Έλα εδώ, πάρε φωτιάν, Εδμόνδε, κ' εκδικήσου αυτήν την πράξιν την φρικτήν. ΡΕΓ. Σώπα, αισχρέ προδότη! Αυτός, που κράζεις, σε μισεί αντί να σε λυπάται. Αυτός μας εφανέρωσε τα έργα σου, προδότη! ΓΛΟΣΤ. Ω της μωρίας μου! Κ' εγώ αδίκησα τον Έδγαρ! Θεοί μου, βοηθείτε τον, και συγχωρήσετέ με!

Έβλεπε πολύτιμα υφάσματα αγνώριστα από την κόνιν εις τας θύρας των εμπορικών. Έβλεπε κρέατα επιπεπασμένα διά παχέος στρώματος λύθρου των οδών, μ' αίματα μαύρα, αίματα όζοντα. Έβλεπε τα προ των παντοπωλείων όψα, αγνώριστα από τας διαφόρους των δρόμων ακαθαρσίας, με τας οποίας ο άνεμος τα εμόλυνε, με όλας των παντοπωλών τας προφυλάξεις.

Προβάλλει στο μπαλκόνι χλωμή, μαυροντυμένη με μαύρα μαλλιά που λες και παίρνουν κάποιες γαλαζόχρυσες ανταύγειες από τον ουρανό. Κοιτάζει κάτω προς το κάστρο, έπειτα σηκώνει ξαφνικά τα βαριά βλέφαρα και τινάζεται ολόκληρη κουνώντας τα χέρια. Μοιάζει με χελιδόνα που ετοιμάζεται να πετάξει.

Κοντός, παχύς, μέσατα μαύρα τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή. Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα: — Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν. — Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος.

Έβλεπε τον κόλπο ναπλώνεται σε μιαν ατέλειωτη γλαυκότητα και κει που έκλεινε στην άκρη του νησιού τρέμανε καθρεφτισμένες στο κύμα του οι φωτεινές σημύδες, οι σκοτεινόχρωμες βελανιδιές και τα έλατα, που σημαδευόντανε σχεδόν μαύρα στο νερό. Πόσες φορές μου ιστορούσε την καθαρότητα, που είχανε τα οράματα ή οι ανάμνησες αυτές, που είτανε τόσο χαραχτηριστικά της!

Από του θόλου εμόρφαζον απειλητικώς δύο κεφαλαί εκ λευκού λίθου, με μακρά μαύρα μουστάκια, κρατούσαι εκάστη εις το στόμα κρίκον, από τον οποίον έμελλε να κρεμασθή πολυέλαιος. Εις τα ξόανα εκείνα είχον προσθέσει, ως σκούφους, τας φωλεάς των αι χελιδόνες, εισερχόμεναι διά των ανοικτών φεγγιτών.

Πώς να σου δόσω φίλημα 'ςτά μαύρα μου τα μάτια Πουάλλον μ' έχει η μάνα μου από μικρή ταμμένη;

Όταν δε μερικοί νέοι, θέλοντες να τον πειράξουν και να τον φοβίσουν, ενδύθηκαν ως νεκροί με μαύρα ενδύματα και εφόρεσαν προσωπίδας αι οποίαι απεμιμούντσ τα κρανία και περικυκλώσαντες αυτόν ήρχισαν να χορεύουν και να πηδούν, ο Δημόκριτος χωρίς να ταραχθή και χωρίς να διακόψη το γράψιμόν του, εστράφη προς αυτούς και είπε• Παύσετε να παίζετε.

Αμέτρητα ο Κιουταχής σέρνει μαζύ του ασκέρια, Και κατηβαίνει απ' τα βουνά του Πίνδουτην Ελλάδα 'Σάν μαύρα σύγνεφα βαρηά, που σβύνουνε τ' αστέρια Και κάθε αχτίδα φεγγαριού και κάθε αντηλιάδα, 'Σάν σύγνεφο που ανοίγει Τους τρίσβαθους τους κόρφους του κι' ό,τι κι' αν εύρη πνίγει, Και του Μεχμέτ Αλή πασά ο νιος απ' το Μωρηά, Ο Ιβραήμ ο Αραπάς, πηδάειτη Στερηά, 'Σάν κύμα της πατρίδας του, της Μπαρμπαριάς το κύμα.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Τι άλλο αγαπάς; μη θέλης εις την Κόλασιν ή 'στήν Εδέμ να πας; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Καλώς τον... ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Πώς επέρασες; ΦΑΣΟΥΛΗΣ Κακά ψυχρά και μαύρα... και με το γήρας, Μεφιστό, πάλι μπαστούνια ταύρα. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Τι να σου 'πώ, βρε Φασουλή... μου φαίνεσαι αγνώμων, και πριν της ώρας θα χαθής, αν δεν αλλάξης δρόμον. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Ούτε 'στό ένα, Μεφιστό, αλλ' ούτε εις το άλλο.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν