Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Προτού σηκωθή ο ήλιος, ο Βασιληάς καλπάζει όξω από την πόλι, στον τόπο οπού συνήθιζε να δικάζη! Διατάζει να σκάψουν λάκκο στο χώμα και να τον γεμίσουν με χοντρές και κοφτερές κληματόβεργες κι' αγκάθια άσπρα και μαύρα, βγαλμένα από την γη μαζύ με της ρίζες τους. Πρωί-πρωί, χτυπάνε τα τύμπανα για να μαζευτούν αμέσως οι άνθρωποι της Κορνουάλλης.
ΜΑΚΒΕΘ Πού είναι; 'χάθηκαν; — Αυτή η κολασμένη ώρα με μαύρα γράμματ' ας γραφή 'ς του Χρόνου το βιβλίον 'ς αιώνιον ανάθεμα! — Συ εκεί έξω, έλα! ΛΕΝΩΞ Αυθέντα τι επιθυμείς; ΜΑΚΒΕΘ Ταις Μάγισσαις, ταις είδες; ΛΕΝΩΞ Δεν είδ', αυθέντα, τίποτε. ΜΑΚΒΕΘ Δεν 'πέρασαν εμπρός σου; ΛΕΝΩΞ Όχι αυθέντ', αληθινά, δεν είδα!
Εκείνα τα μαύρα μάτια εξήσκουν πλέον πανίσχυρον γοητείαν εις την ψυχήν του. Του εφαίνετο ότι τα μάτια εκείνα είχαν κάτι τι το οποίον δεν είχαν άλλα μάτια. Το πρόσωπον, το ανάστημα, τας κινήσεις και την φωνήν της Πηγής τα εύρισκε και εις άλλας γυναίκας, τα μάτια της όμως όχι.
Τα μαύρα και μεγάλα του μάτια, που γιάλιζαν σα σβυσμένα κάρβουνα μέσα στες κόχες τους, ήταν γιομάτα βαρβατίλα, άλλης ειδής μάτια, και τα φρύδια του τάχε γυρμέν' ανάποδα κατ' απάνω, σαν των νεράιδων που λεν τα παραμύθια. Σωστός τράγος ο αβάσκαγος. Όλα του κορμιού του και της όψης τα σημάδια με τράγο τον παρώμοιαζαν. Ο Γεροθεόκριτος, αν ήτον, θα τον παρώμοιαζε με τον Πάνα.
Παρόμοιος ήταν 'ςτο πρόσωπο κι ο γιδάρης τούτος. Παιδί ακόμα, παλληκαράς, κ' είχε τα κοντά του μαλλιά μεριές άσπρα και μεριές μαύρα. Παρασήμαδος άνθρωπος.
Συχνά, συχνά ο Θανάσης Πετώντας έστρεφε να ιδή, 'ς τη νεκρωμένη χώρα Το θόλο της Αγιάς Σοφιάς, όπου φεγγοβολούσε 'Σ το πρώτο γλυκοχάραμμα, όσο που λίγο, λίγο Τον έχασε απ' τα μάτια του. ... Ελάλησε τωρνίθι Και τώνειρό του εσβύστηκε... Ξυπνά και βλέπει ακόμα Το γύφτο που ροχχάλιαζε κ' επάνωθέ του μαύρα Του φοβερού του ρουπακιού, τα φύλλα, τα κλωνάρια. «Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά» σ. 137
Έξαφνα ο χηνίσκος της πρύμνης ετίναξε τα πτερά του και έκραξε, ο δε κυβερνήτης Σκίνθαρος, ο οποίος ήτο φαλακρός, απέκτησε μαλλιά και, το παραδοξότερον εξ όλων ο ιστός του πλοίου εβλάστησε και επέταξε κλάδους και εις την κορυφήν εκαρποφόρησε• οι δε καρποί του ήσαν σύκα και μαύρα σταφύλια όχι ώριμα. Αυτά μας ετάραξαν ως ήτο επόμενον και εδεόμεθα ναποτρέψουν οι θεοί τους κακούς εκείνους οιωνούς.
Όλαις αι καπετάνισσαις των καπεταναρέων Πήγαν να προσκυνήσουνε 'ς τ' Αλή-Πασσά το σπήτι Κι' αυτή, η Λεν του Μπότσαρη δε θέλ' να προσκυνήση. — Δεν προσκυνάω Αλή-Πασσά μωρέ παλιοβεζύρη. Εγώ είμαι η Λεν του Μπότζαρη κ' η αδελφή του Νότη, Πώκαμε την Αρβανιτιά κ' ενδύθηκε 'ς τα μαύρα. Ο Φώτος ήτο νέος λεοντόκαρδος, ριψοκίνδυνος, ήτο ο Ηρακλής των Σουλιωτών.
Η ευωδιάζουσα από μυρίων αρωμάτων εξοχή, η πάγκαλος εκείνη φύσις της χλοεράς νήσου, είχε μεταβληθή εις σιωπηλήν και στυγνήν κοιλάδα πένθους. Εις τους τρομασμένους οφθαλμούς των εξερχομένων γυναικών τα δροσερά και μυριόχρωμα άνθη εφαίνοντο μαραμένα και άχροα. Και αυτά τα καταπράσινα των συκαμινεών φύλλα μαύρα εφαίνοντο.
Κι' όλες η γυναίκες της Ηπείρου φοράν μαύρα. Τ' Αργυρόκαστρου μοναχά και του Δελβιναμιού η γυναίκες, παντού ξεχωρίζουν για την ασπράδα της φορεσιάς και την ασπράδα της ώμορφης όψης των αντάμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν