Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Υπέκλινε δις και τρις τον υψηλόν αυχένα ο νεώτερος, ως να κατεπλάγη, ιδών αίφνης εξαπλούμενα προ των οφθαλμών του τα μαύρα της Κεχρεάς δάση εις τα οποία δεν είχον εισδύσει ακόμη της αυγής αι ασθενείς ακτίνες, αποφρασσομένης της ανατολής από υψηλού όρους.

Ήλπιζεν ότι το φως αποδιώκον τα σκότη της νυκτός, θ' απεδίωκε κάπως και τα μαύρα συναισθήματα της συνειδήσεώς του. Έλαβεν ευθύς την αξίναν του κ' εξήλθεν εις την αγοράν να ζητήση εργασίαν. Η αγορά κατά την ώραν εκείνην ήτο πλήρης κόσμου, θορύβου και φωνών.

Η σκηνή εκείνη έμεινεν ανεξάλειπτος εις την μνήμην μου και την ανακαλώ άκων πάντοτε, οπόταν σκέπτωμαι περί της ματαιότητος των επιγείων. Ιδού ο άνθρωπος! Ο θάνατος ήπλονεν ήδη τα μαύρα πτερά του και επήρχετο το σκότος, η ανάπαυσις, το τέλος• ο δε θνήσκων, ο αγαθός, ο γενναίος, ο φιλόστοργος γέρων εκίνει αυτομάτως την χείρα όπως προφυλάξη το υποκάμισόν του! Ματαιότης ματαιοτήτων !

Όμως η «Άγια Μαύρα» σαν να μην αισθανόταν πληγή απάνω της ελάγκευε ακόμη στα κύματα, έφευγε φάλαινα επάνω στο ηφαίστειο. Στα κατάρτια της ψηλά, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλιέρες, τα Τελώνια βρωμερά, συχαμένα έπαιζαν τ' ωχροκίτρινο φως τους διαπεραστικό κάτω, λέγεις κ' ήθελαν να λογχίσουν την ψυχή μας.

Η ημέρα προεμηνύετο ωραία αν και νέφη τινά μαύρα, ως κάπαι ποιμενικαί, έτρεχον γοργά, ακολουθούντα του πρωινού βορρά το ρεύμα.

« Μ' εφύλαγαντο κάστρο τους » Τα Γιάννινα, τα μαύρα, » Κ' εγώ 'σάν τίγρις έτρωγα » Τα τέκνα, τα παιδιά της. » Ακόμα σκούζ' η Αρβανιτιά » Την τόση την ερμιά της. » Όπου το χέρι άπλωνα, » Άναφτε φλόγα, λαύρα.» « Απέθανα. Τρων ήσυχα » Τα Γιάννινα το δείπνο. » Η μάνα χαίρει το παιδί, » Γιατί δε θα το χάση. » Μες 'ςτο κρεββάτι σφίγγονται » Τα νιόνυφα.

Σαν την Γαλάτεια κι' αυτή να γίνη νύφη ζηλευτή, μα νάναι και με προίκα. Κι' όλοι τη νύφη να κυττούν, και να μην παύουν να 'ρωτούν που διάβολο τη 'βρήκα! Μπόι δυο πήχες, κόψι κακή, γένεια με τρίχες εδώ κι' εκεί Κούτελο θείο 'λίγο πλατύ, τρανό σημείο του ποιητή. Δυο μάτια μαύρα, χωρίς κακία, γεμάτα λαύρα, μα και βλακεία. Μακρύ ρουθούνι, πολύ σχιστό, κι' ένα πηγούνι σαν το Χριστό.

Έπειτα δε λαβών την αχειροποίητον εικόνα του Χριστού και κρατών αυτήν και ηγούμενος του στρατού μετέβη εις την παραλίαν φορών απλουστάτην στρατιωτικήν στολήν και πέδιλα όχι κόκκινα, καθώς συνήθιζαν οι Βασιλείς, αλλά μαύρα όπως των λοιπών στρατιωτών. Τότε δε ο πατριάρχης Σέργιος ηυχήθη να βαφούν κόκκινα διά του αίματος των εχθρών.

Τα μάτια της τ' αμυγδαλωτά και μαύρα μου έδιναν υπόσχεσι να με φέρουν σε μια κοιτίδα ήσυχη, ευτυχισμένη, ακούνητη· και ο κόρφος της σε κόρφους άλλους πλέον γαληνεμένους και αμμόστρωτους, να δέση ο ναύτης άφοβα τη βαρκούλα του.

Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια στάθηκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους, και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κυττάζουν. Μέσ' απ' το λόγγο, μέσ' απ τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο. Α! ζωή τρελλή που είσαι! Α ζωή! Στον κόρφο του βουνού, σαν καλωσύνη που κρύβεται είν' ένα εκκλησάκι.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν