Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Τα ξεσκέπασε ένα ένα, τα τήραξε, τα καμάρωσε· εχαμογέλασε μες τις γυμνόσαρκες σαγονιές του. Τα ξανατήραξε πάλι, τα ξανασκέπασε, και μια και δυο, έγειρε στη γωνιά, που ήταν η στάμνα με τα λουκάνικα. Εκοντοστάθηκε εκεί πάλι. Εγονάτισε απόδιπλα στη στάμνα. Έστρωσε χάμω στο πάτωμα μια κούδα από το σάβανό του· έπιασε κι άδιασε τα μισά λουκάνικα απάνου. Εβούλωσε πάλι τη στάμνα· την απίθωσε στην αγκωνή.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• 230 «Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης, πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι, ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνοςτην πατρίδα. οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν, 'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη• 235 επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο, εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθήτην Τροίαν, ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις• τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου, και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του• 240 και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους και κλάυματα• ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον, γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν. ότι όσ' υπάρχουν δυνατοίτα νησιά γύρω, οι πρώτοι 245 του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν 250 το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν».

Κι' αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως τωύρη κ' εκείνο από κανέναν άλλονε. Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του. — Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχης παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου!

Έτσι είπε, και τη συντυχιά σκολάζει χέρι χέρι, κι' όλοι σκορπούνε κι' ο καθείς στο πλοίο του παγαίνει. Έπιασαν τότε οι παραγιοί τα δώρα να φροντίσουν, και φέβγουν πέρα ναν τα παν στου ξακουστού Αχιλέα. Κι' αφού όλα τ' άλλα απίθωσαν μες στις καλύβες, βάζουν 280 τις νιες να κάτσουν· έπειτα τα σερπετά κοπέλια βαρούν τ' αλόγατα να παν με το κοπάδι τ' άλλο.

Αντίκρυ του, σαν όμορφο Άγαλμα του Φειδίου, Καθόντανε σε μάρμαρο Εκείνος ο μεγάλος Της Αλαμάνας ήρωας, 'Σαν Λεωνίδας άλλος, Ο Διάκος, ο καταστροφεύς Κ' εχθρός του Κορανίου. Κυττάζει όλους μια φορά Μ' αστραπηβόλα μάτια, Και με μια σοβαρότητα. Το ζέρβιο χέρι βάνει Μες το ζερβί του το πλευρό. Βγάζει το γιαταγάνι, Και λέγει: «Αδέλφια, βλέπετε; « Γίνηκε δυο κομμάτια»

Οι καιροί εκείνοι της γενικής ανησυχίας και της ακαταστασίας μας παρουσιάζουν εικόνα λυπητερή, και μα την αλήθεια τρομαχτικιά. Λες άλλο ένα πάθημα, άλλη μια συφορά, και βούλιαζε μες στη βαρβαρωσύνη μια για πάντα ο κόσμος.

Σαν έτσι οι δυο τους βόλεβαν μες στην αβλή τ' αμάξια, ο βασιλιάς κι' ο κράχτης του, με νου κι' οι διο και γνώση.

Αν δεν πέση μέσ' στη γη το στάρι να πεθάνη, το ολόχρυσο κλωνάρι με το ακτινωτό το αστάχι, τη χαρά δεν θα σκορπίση πα στον κάμπο. Τραβώντας στο Ιδανικό σου ίσια τον δικό σου κύττα μοναχά σκοπό.

Έτσι μες στα καλύβια αφτός το λαβωμένο φίλο γιάτρεβε, του Μενοίτη ο γιος· μα οι άλλοι πολεμούσαν Τρώες κι' Αργίτες σωρεφτοί.

Πώς πέφτει αχόρταγη φωτιά μες σ' ακόφτονε λόγγο· 155 παντού κλωθόστριφτη ο βοριάς τήνε φυσάει, κι' οι θάμνοι σύριζα πέφτουν, τι μ' ορμή τους συνεπαίρνει η φλόγα· έτσι έρηχνε τ' Ατρέα ο γιος τα παλικάρια χάμου καθώς μπροστά του φέβγανε, κι' άτια πολλά βαρβάτα άδιες λαλούσαν άμαξες, ζητώντας αμαξάδες, 150 μες στου πολέμου τα στρατιά· μα αφτοί είταν ξαπλωμένοι χάμου, πολύ πιο ορεχτικοί για όρνια πάρα τέρια. 162

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν