Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Στο σπίτι του κυνηγού είταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά το Γκεσουλάκι, αν κι' αγαπούσε όλη τη φαμίλια κι' όλο το σπίτι, κι' όλα τα ζώα του σπιτιού, ως και τες κόττες ακόμα, γιατί μια μέρα ρίχτηκε να ξεσκίση ένα γειτονικόν πετεινό, που κυνηγούσε ένα πετεινάρι του σπιτιού, και πρόφτασε να του βγάλη μόνο την ουρά, αγαπούσε όμως πλειότερο απ' όλους κι' απ' όλα τον κυνηγό.
Και στείλε μου όρνιο, μηνητή γοργό — που πλήθια ο ίδιος 310 αγάπη τούχεις και νικάει στη δύναμη καθ' άλλο — δεξύ, που με τα μάτια μου θωρώντας το να σύρω στον κάμπο με το θάρρος του και στο καραβοστάσι.» Είπε, κι' ακούει τη δέηση ο βαθυγνώστης Δίας, και να! του στέλνει εφτύς αητό, το τυχερότατο όρνιο, 315 νυχοσπαράχτη κυνηγό που τόνε λεν κι' αγιούπα.
Εσυλλογίστηκε τότες η Μηλιά να του δώση την πήττα της για να ησυχάση· του έδωκε και ο αφέντης του μια κλωτσιά κι τότε μόνον απεφάσισε το κακό ζώο να τον ακολουθήση, όχι όμως ευχαριστημένο, αλλ' εξακολουθώντας το γαύγισμα, ωσάν να έλεγεν εις τον κυνηγό, πως είνε εντροπή να τον γελούν κοτζά μου άνθρωπο τα κορίτσια.
Τότες όλοι τον ήξεραν και τον θυμούνται ακόμα Τον Κωσταντή 'ς τα Γιάννινα, τον πρώτο κυνηγό τους, Οπού κανένα απάτητο δεν άφηκε βουνό τους. Κ' ήταν ένας ωμορφονιός, των κοπελλών η τρέλλα, Χρυσό καμάρι των γονηών, των Τούρκων πάντα φέλα. Τα πρώτα του τα γράμματα τάμαθε 'ς τον Ψαλλίδα. Τα λόγια του τούταν για την Πατρίδα.
Γύρισα στη μάντρα μελαγχολικός, αλλά με παρηγόρησαν. Αυτό, έλεγαν, μπορεί να συμβή και στον καλλίτερο κυνηγό. Το κυνήγι κι ο κυνηγός έχουνε μέρες. Πραγματικώς την άλλη μέρα σκότωσα δύο μικρόπουλα. Βγήκε και μια πέρδικα μπροστά μου, αλλά τόσο μετάραξε ο θόρυβός της, που, όσο να συνέλθω, είχε πάει πολύ μακριά. Το ίδιο έπαθα και μένα λαγό. Τον έβγαλε ο σκύλος του ξάδερφου.
Έφτιασε μέσα εκεί τη Γης, μέσα Γιαλό κι' Ουράνια, Ήλιο εκεί μέσα ακούραστο, γιομόφωτο Φεγγάρι, κι' όλα τα ζούδια τ' ουρανού πούχει στεφάνι γύρω, 485 Βροχάστερα και Κυνηγό λαμπρόφεγγο και Πούλια, κι' Αρκούδα που πολλοί θνητοί κι' Αμάξι τήνε κράζουν, που πάντα αφτού κλωθογυρνάει τον Κυνηγό θωρώντας και μόνη αφτή μες στ' Ωκιανού δε λούζεται το κύμα.
Μπορεί από τη μεριά τούτη το μυθιστόρημα του Λόγγου να συγκριθή αζημίωτα με τον περίφημο «Ευβοϊκό ή Κυνηγό» του Δίωνα του Χρυσόστομου, αφού μάλιστα έχει και το προτέρημα να μην είναι γεμάτο ουτοπία, όπως είναι το τελευταίο τούτο έργο κι άλλα όμοια του. Το μυθιστόρημα στην εποχή του Λόγγου το εχαρακτήριζε ο πολύς νεοπλατωνισμός.
Έτρεξε ο Νίκος να τηνέ σήκωση κ' εκεί που την τραβούσε απ' τα δυο της τα χέρια, γονάτισε κι αυτός και το στήθος της, το ζεστό και σαν πουπουλένιο, ακκούμπησε απάνω ατό δικό του και τα χείλια του, τα φλογισμένα, έπεσαν απάνω στα δικά της κ' η πνοή της, που ήτανε σαν του φρέσκου ψωμιού την άχνα, τούρθε μες στο στόμα του. . . Τότες τη Λιόλια την έπιασε μιαν αλλοιώτικη τρέμουλα: θυμήθηκ' εκείνο το βράδυ που την πρωτοφίλησε ο Νίκος;-τώρα έξαφνα τρόμαξε από την μοναξιά ολόγυρά της; ή έτρεμε καταπώς τρέμει το φύλλο της λεύκας στο κοτσανάκι του μόλις που ορθρίση, πριν ναρθή το αγεράκι της αυγής να το φιλήση και σαν το νερό που κοιμάται κι απαντέχει τον ήλιο να το χρυσώση ; . . . Μονομιάς βρέθηκε ολόρθη κι άρχισε να τρέχη όχι πια να τρέχη μοναχά, μα να φεύγη : έτσι φεύγει το ζαρκάδι μπρος απ’ τον κυνηγό, το χελιδόνι μπρος απ’ το γεράκι. . . Κι άξαφνα στα μάτια της μπροστά φάνταξ' ένα φέγγος, σαν από χιόνι σταματημένο ανάερα, ακίνητο, με μίαν αχνή ρόδινη γλύκα στην ασπράδα του και σα μέσα σ’ ένα αθώρητο δίχτυ από χρυσές αχτίδες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν