Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
ΒΑΤΤΟΣ Μήπως κρυφά και κλέφτικα το βράδυ τις αρμέγεις; ΚΟΡΥΔΩΝ Τι λες! ο γέρος έρχεται και βάζει τα μοσχάρια στη μάννα να βυζάξουνε και με προσέχει εμένα. ΒΑΤΤΟΣ Και σε ποια χώραν άφαντος επήγεν ο βουκόλος; ΚΟΡΥΔΩΝ Δεν τάμαθες; στον Αλφειό μαζί του τον επήρε ο Μίλων. ΒΑΤΤΟΣ Μπα; και πότε αυτός στα μάτια του είδε λάδι; ΚΟΡΥΔΩΝ Μα λένε πως στη δύναμι τον Ηρακλή περνάει.
Το βλέπεις το πλήθος εκείνο που ξεχύνεται από κάθε πλευρά και ξεκινάει καταδώ, και μαζεύεται γύρω στις αθάνατες τις Κολόννες; Μη νομίζης πως να διαλέξη πηγαίνει κανέναν τέτοιο Μεσσία! Πηγαίνει να γλεντίση, και τίποτις άλλο. Να τους κάμουμε, με τα κρυφά τα μάγια του νου, σε παράταξη να περάσουν ομπρός μας, και να τους δούμε. Όλης της Αθήνας την εικόνα με μιας να την πάρουμε.
Και ο μεν Νεοπτόλεμος στέκεται απέναντι εις το άγαλμα και προσεύχεται, οι δε ωπλισμένοι με τα κοφτερά σπαθιά κρυφά κτυπούν τον δυστυχισμένου Νεοπτόλεμον. Εκείνος υποχωρεί, διότι δεν ήτο δυνατά κτυπημένος, αρπάζει τα όπλα που ήσαν κρεμασμένα εις τον τοίχον, και στέκεται εις τον βωμόν, γρήγορα ωπλισμένος πλέον.
Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος, ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη, όταν πρωτόσμιξαν κρυφά 'ς του Ηφαίστου τον κοιτώνα. πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεββάτι του Ηφαίστου• κ' ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου, 270 ο Ήλιος, 'που 'ς τον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους. και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη• επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη. και εις μέγ' αμόνι, 'πώστησε, δεσμά να κόπτη αρχίζει, άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν. 275 και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθή τον Άρη, προς τον κοιτώνα εκίνησε, 'που ήτο η γλυκειά του κλίνη, κ' έχυσε γύρω τα δεσμά παντού 'ς τα κλινοπόδια• ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια, λεπτά, 'που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων 280 θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα. και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη, 'ς την Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλι, 'που αυτήν 'ς όλαις ανάμεσα ταις χώραις αγαπάει. και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν 'που αναχωρούσε, 285 Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν, και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου, την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας. εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη. 290 εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε• «'Σ την κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε• ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένος 'ς την Λήμνο, 'ς τ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων».
Η Αϊμά διετέλει εν αμηχανία, σκεπτομένη τι ηδύνατο να παραγγείλη χωρίς ναναγνώση την επιστολήν. — Περίμενε, σε παρακαλώ, μίαν στιγμήν, είπε. — Θα μ' εύρουν εδώ, και θα την έχω κακά. Κρυφά ήλθα. Η Αϊμά προσεπάθει εις μάτην να συλλαβίση τα γράμματα. Μία των λίαν μεμακρυσμένων και τεθαμμένων εν τη μνήμη αναμνήσεών της ήτο και αύτη. Ενεθυμείτο ότι είχε διδαχθή ανάγνωσιν, εν βρεφική σχεδόν ηλικία.
Σκότωσε αφτόν με μπαμπεσιά, όχι απ' αντριά ο Λυκούργος, σ' ένα στενό, όπου απ' τη σφαγή ο σιδερένιος όγκος δεν τόνε γλύτωσε, τι πριν προφταίνει και στη μέση κρυφά ο Λυκούργος τον τρυπάει, κι' ανάσκελα τον στρώνει· 145 έτσι του πήρε τ' άρματα που τούχε δώσει ο Άρης.
Και συνέβαινε το εξής περίεργον. Ενώ ο Αντωνέλλος άλλην φροντίδα δεν είχε ή πώς να κατορθώση να εύρη διά την αδελφήν κανένα νέον της αρεσκείας του, η Μπέλλα επίσης την ιδίαν είχε φροντίδα διά τον αδελφόν, κρυφά όμως, πολύ κρυφά και με πολλήν προσοχήν, διότι τον εφοβείτο.
Μου φαινότουν πως έτσι μονάχα θα να 'βρεσκα λαρωμό, πως έτσι θα να γλυκοκοιμιώμουν. Κι όσο να σκάση της χαραγής τ' άστρι στο καταρράχι του βουνού, κ' εγώ δε θυμάμαι πλια πόσα γλυκομιλήματα κρυφά ν' άλλαξα με τη δροσερή και μοσχοβολισμένη εκείνη νύχτα, σα βασίλεψε και το φεγγάρι στερνά και μας αφήκε στα σκοτεινά έτσι ολομόναχους.
Παραίτησε τα σχέδια του γάμου σου, Ρεγάνη. Προς χάριν της συζύγου μου εγώ τον εμποδίζω. Τον λόγον της τον έδωκε κρυφά εις τον Εδμόνδον. Δεν συγχωρώ, ο άνδρας της εγώ, να της τον πάρης. Αν θέλης άνδρα και καλά, εμένα ερωτεύσου. Αυτός αρραβωνίσθηκε με την αρχόντισσάν μου! ΓΟΝΕΡ. Τι κωμωδία είν' αυτή; ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Φορείς σπαθί, Εδμόνδε.
Και πράγματι έχουν την τεχνική τους, ακριβώς όπως οι υλιστικώτερες τέχνες, η ζωγραφική και η γλυπτική, έχουν τα λεπτά μυστικά τους της φόρμας και του χρώματος, τα πονηρά τα κρυφά τους, τις σκόπιμες καλλιτεχνικές των μεθόδους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν