United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε ξυπνήσαμε για να μας κάνης την κρίση της φιλονικίας. Το παιδί τον κύτταξε με το στόμα ανοιχτό. — Μπρε, τι σας έφταιγε το καημένο και του χαλάσατε τ' όνειρο, είπε ο καρβανάρης. Άιντε παιδί μου, κρίνε τουςείπε ο γεροντότερος ταξειδιώτης του καρβανιού. — Γνωρίζεις την αιτία. Απ' αυτού θα καταλάβουμε αν θα γένης σαν τον πατέρα σου.

Να κάμη πως δεν με γνωρίζει; Είπαμε δα νάχουμε κ' εμείς ένα πατριώτη μέσατην Αθήνα, μα τα προκόψαμε! — Μήπως μπάρμπ'-Αναγνώστη, κάνεις λάθος; παρετήρησεν η γρηά Κυρατσού. Μπορεί να μοιάζη κανένας με τον Λαλεμήτρο. Δύο κεφάλια είναι δύσκολο να μοιάσουν, στο μούτρο όμως πολλαίς φοραίς μοιάζουν οι άνθρωποι. — Σώπα, θεια. Τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα; Άκουσε και κρίνε.

Εις αυτό πλέον εγώ δεν ημπορώ να συμφωνήσω με τον Κλεινίαν, αξιοθαύμαστε φίλε. Διότι βεβαίως αυτή η πράξις είναι η μεγαλειτέρα από όλας τας καταστροφάς. Διότι συμβαίνει εις την αρχήν πάντοτε της ανατροφής. Αλλ' ας προσέξωμεν αν λέγομεν τίποτε σπουδαίον. Λέγε τι εννοείς. Ότι τόρα η συζήτησίς μας δεν περιστρέφεται εις μικρόν ζήτημα. Πρόσεχε δε και συ, και κρίνε συγχρόνως ημάς συ, Μέγιλλε.

Όντας με βλέπης μη προγγάς, κρίνε μου όντας σου κρένω Και γέλα μ' όντας σου γελώ, κι' όντας απλώνω χέρι Γείρε μου εσύτην αγκαλιά, δος μου τα δυο σου αχείλη. Τ' άκουσα που το τραγουδούν απάνουτα λουμάκια Του λόγγου τ' άγρια πουλιά πώς αγαπά η καρδιά σου, Πως διάλεξε αγαπητικόν τον δράκοντα τον Ήλιο.

— ..... κι' απόφευγα να γνωρίζωμαι με πατριώτες, για να μη μου ανοίγη η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ'. — Ούι! παιδάκι μ' τι μου λες. ... Παντρεύτηκες! Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της. — Σώπα, μάννα, της είπε ο Γιάννης, ν' ακούσης πρώτα την ιστορία, και ύστερα κρίνε! — Λέγε, γυιέ μ'! — Πήρα την θυγατέρα τ' αφεντικού μ', αλλά προκοπή τίποτε! — Βέβια! βέβια!

Μα όπιος να φύγει βάρθηκε καλά και σώνει, ας έβγει να βάλει χέρι στο γοργό καλόδετο καράβι, για να κατέβει αρχύτερα των αλλωνών στον Άδη. Μα, αφέντη, κρίνε ορθά κι' εσύ, μα αγρίκα και τους άλλους, 360 κι' ο λόγος τώρα που θα πω δεν είναι ναν τον ρήξεις. Κατά γενιές τους Αχαιούς και κατά έθνη σάξ' τους, γενιά βοήθια σε γενιά κι' έθνος να φέρνει σ' έθνος.

Η ψυχή του ανθρώπου αισθάνεται βαθύ σκότος και ερημίαν, όταν όλοι τον εγκαταλείπουν και ζη πάντοτε μόνος του. Κρίνε το από τον εαυτόν σου, αν θέλης. — Δεν στοχάζομαι καλά, αλλ' έτσι πρέπει να είνε, απήντησεν ο Γύφτος. — Λοιπόν βαρύνεται κανείς τον κόσμον αυτόν. Ποίος ειξεύρει πόσας κρυφάς και βαθείας πληγάς θα έχη ο καϋμένος ο κύριός μου, και πόσον θα πονή μέσα του. — Και αυτό γίνεται.

Ξύπνα, Λαμπράκη, κι' άναψε το έρμο το λυχνάρι, Πάρε κλαδιά αφ' τον οβορό, φέρε τα 'ςτό καλύβι, Και χτύπα τα στουρνάρια μου λίγην φωτιά να κάμης. Τι ο Νίκας δεν είνε καλά και δεν τον βρίσκ' η αυγούλα. Σήκου, ωρέ Νίκα, κρίνε μου, κρίνε μου τ' ακριβού σου Τον Λάζου, του σταυραδερφού, που σε ψυχοπονιέται.

Βέβαια παράπονο μ’ εμέ για τις ειδήσεις που σου ’φερα δε θα ’χης° μα ο ίδιος τώρα κρίνε το πλοίο της πόλεως να κυβερνήσης. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Ω θεομίσητ’ εσύ και πολύ θεοβλαμμένη του Οιδίπου, ω παντοδάκρυτη γενεά δική μου, ωιμέ! και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρες.

Μον έλα τώρα σήκω! μήπως τις φλόγες δεις και καιν σε λίγο την πατρίδαΤότες ο θεοκάμωτος απολογιέται Πάρης «Έχτορα, σα με μάλωσες όχι άδικα, μον δίκια, για αφτά θενά σ' το ξηγηθώ· Μον άκου με και κρίνε. Εγώ όχι τόσο από θυμό ή φταίξιμο των Τρώων 335 κλείστηκα εδώ, μον ήθελα τη λύπη να χορτάσω.