Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Στο φύσημα του ανέμου έτρεμε όλο το καλύβι και η αραχνιές γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Καταγής αναπαυόταν η στάμνα με τα χερούλια στα πλευρά και η χύτρα αναποδογυρισμένη κοιμόταν πλάι της. Ο Έφις ετοίμασε την ψάθα, αλλά δεν ξάπλωσε. Του φαινόταν πάντα ότι άκουγε θόρυβο από παιδικά βήματα.

Κατόπιν γύρισε ο ντον Τζάμε….. Όταν το θυμόταν αυτό μια αντάρα σαν από καταιγίδα αχολογούσε μες στο μυαλό της Νοέμι και κάθε φορά ένοιωθε την ανάγκη ν’ αλλάζει θέση, σαν να ήθελε ν’ απαλλαγεί από έναν εφιάλτη. Έτσι, σηκώθηκε και ανέβηκε στην κάμαρά της, στην ίδια όπου κάποτε κοιμόταν με τη Λία.

Ο Τζατσίντο ήπιε και ο Έφις έχυσε έπειτα τις τελευταίες σταγόνες καταγής. Οι μέλισσες πλησίασαν και τριγύρω σχηματίστηκε ένας γλυκός βόμβος. Μόλις όμως φτάσανε στο Ριμέντιο το αγόρι φάνηκε να είναι ευχαριστημένο. Είχε αγκαλιάσει τις θείες του και τις άλλες γυναίκες, είχε φάει καλά και είχε χορέψει σαν βοσκός στο πανηγύρι. Τώρα κοιμόταν και ροχάλιζε.

Ένα πρωί η ντόνα Έστερ, που κοιμόταν στο δωμάτιο του ισογείου για να τον προσέχει, σηκώθηκε νωρίς, τακτοποίησε τα πράγματα παραμιλώντας χαμηλόφωνα, και σκύβοντας για να του δώσει να πιεί μια μικρή κούπα γάλα του είπε: «Άντε, Έφις, να είσαι χαρούμενος! Σήμερα ο Πρέντου θα ορίσει τη μέρα του γάμου. Είσαι ευχαριστημένος

Ο σύντροφός του, με τον ώμο ακουμπισμένο στην κλειστή είσοδο και τα χέρια γύρω από τα γόνατα, κοιμόταν και ροχάλιζε. Από εκεί έφυγαν για το Φόνι, για το πανηγύρι των Αγίων Μαρτύρων.

Έτσι είναι αυτά, γιατ’ είν' ο ήσκιος της σχωρεμένης βλέπεις ακόμα μες το σπίτι. . εμ πάντα, όσο δεν έχει κλείσει χρόνος. . . Φίλησε ο Νίκος τη Λιόλια κ’ έκαμε να της πη ένα δυο λόγια παρηγοριάς, μα κι αυτός ο ίδιος παρηγοριά ζητούσε. . . Όταν πήγε να δη το παιδί που κοιμόταν ασάλευτο σαν κούκλα από κερί, με τα δαχτυλάκια του και τη μυτίτσα του και τα ματόφυλλα σαν ψεύτικα, τρόμαξε κι αυτός απ’ τη μεγάλη ομοιότη με τη νεκρή τη Βεργινία. . . Είχ’ ελπίδα μέσα του ως τη στιγμή αυτή πως ήτανε μόνο λόγια των γυναικών απ’ την κακία τους -κ’ έσκυψε το κεφάλι σαν κάτω από μιαν κατάρα του Θεού. . . Την άλλη μέρα το πρωί πήγε και του αγόρασε μιαν κούνια.

Περνώντας μπροστά από το σπίτι του ντον Πρέντου φώναξε τη Στεφάνα και της είπε ότι έπρεπε να φύγει για δικές του δουλειές και ότι δεν ήξερε πότε θα γυρίσει. «Πες μου τουλάχιστον πού πας.» «Στο ΝούοροΔυο μέρες του πήρε μέχρι που να φτάσει στο Νούορο. Ανηφόριζε σιγά σιγά, με σύντομα διαλείμματα, πέφτοντας στην άκρη του δρόμου όταν κουραζόταν. Έκλεινε τα μάτια, αλλά δεν κοιμόταν.

Βγαίνοντας από την αίθουσα του χορού άρπαξε μια πνευμονία και έπεσε επάνω σε ένα παγκάκι της λεωφόρου. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Όταν βγήκε, αδύνατος και εξαντλημένος, δεν είχε πού να μείνει ούτε τι να φάει…. Κοιμόταν κάτω από τις καμάρες του λιμανιού, έβηχε και είχε εφιάλτες. Ονειρευόταν πάντα τον λιμενάρχη που τον ακολουθούσε, τον ακολουθούσε….. όπως στις σκηνές του κινηματογράφου.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν