Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Αυτός θα σου φανή ότι έχει κλειστά τα μάτια του, ή ότι ολότελα δεν έχει μάτια. Θεαίτητος. Πώς; Ξένος. Όταν του δώσης αυτήν την απάντησιν, θα σε περιπαίξη διά τους ορισμούς σου, διότι θα προσποιήται ότι δεν γνωρίζει ούτε κάτοπτρα, ούτε νερά, ούτε όρασιν το κάτω κάτω, αλλά μόνον θα σε ερωτήση το συμπέρασμα των λόγων. Θεαίτητος. Ποίον; Ξένος.

Η γυναίκα και ο Έφις έτρεξαν κοντά του, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κάνουν να κρατήσει όρθιο το κεφάλι. «Πρέπει να τον ξαπλώσουμε», είπε η γυναίκα, «θα του δώσω τώρα λίγο ποτό να πιεί. Βάλ’ τον κάτω, βοήθησέ μεΤον έβαλαν κάτω, αλλά οι σταγόνες από ένα πράσινο υγρό που εκείνη προσπάθησε να του χύσει στο στόμα επάνω στα κλειστά δόντια, του χύθηκαν στο σαγόνι. «Μοιάζει πεθαμένος.

Τους νεκρούς! Ιδού η σκέψις η οποία τον εβασάνιζε, το νέφος του οποίου η σκιά εμαύριζε τον φαιδρόν άλλως ορίζοντα του βίου του. Ο τρόμος του θανάτου τον κατείχεν αφότου τον έφερον, μικρόν έτι, ν' ασπασθή τα κλειστά ψυχρά βλέφαρα του νεκρού πατρός του. Αληθώς παρευρέθη εις πολλάς κηδείας έκτοτε.

Αλλ' ο εφημέριος έκαμε λάθος και ήλθεν επάνωτα μεσάνυκτα. Η γραία όμως έλαβε τα μέτρα της και έκλεισε μόνη της πόρταις και παράθυρα. Άρχισε το Μυστήριον. Οι ολίγοι καλεσμένοι ήλθαν όλοι. Άλλαξε τα δακτυλίδια ο εφημέριος. Η γραία μήτηρ είνε ήσυχος. Πόρταις και παράθυρα κλειστά. Μόνον που δεν άκουσε τον πετεινόν.

Συ τότε, ω λαμπροτάτη Κόρη Διός, του κόσμου Μόνη παρηγορία, Την γην μου συ ενθυμήθηκες Ω Ελευθερία. Ήλθε η θεά· κατέβη Εις τα παραθαλάσσια Κλειστά της Χίου· τας χείρας Άπλωσ' ορθή, και κλαίουσα Λέγει τοιάδε·Ωκεανέ, πατέρα Των χορών αθανάτων, Άκουσον την φωνήν μου, Και της ψυχής μου τέλεσον Τον μέγαν πόθον.

Την στιγμήν εκείνην τόσον παράωρα, ενώ είχε κλειστά τα όμματα, εκρούσθη παραδόξως έξωθεν η θύρα. Η γραία εξαφνίσθη. Δεν ήθελε να φωνάξη «ποιος είναι», διά να μην εξυπνήση την λεχώ, αλλ' απετίναξε την νάρκην της, διακοπείσαν ήδη αποτόμως διά του κρότου της θύρας τον οποίον είχε ακούσει, εσηκώθη σιγά, εξήλθε του θαλάμου. Πριν φθάση εις την έξω θύραν, ήκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν·Μάνα!

Δυνάμεθα να είμεθα εγγύς προς Αυτόν εν παντί καιρώ, και προ πάντων όταν εις προσευχήν το γόνυ κλίνωμεν, όσον ο Ηγαπημένος μαθητής ήτο όταν έκλινε την κεφαλήν επί του στήθους Εκείνου. Ο λόγος του Θεού είνε εγγύτατα εις ημάς, και εις τα στόματα και εις τας καρδίας μας. Εις ώτα κλειστά η φωνή Του δυνατόν να φαίνεται ότι δεν ηχεί πλέον.

Τα παράθυρα ήσαν κλειστά απ' έξω, αλλά επάνω από τα παραθυρόφυλλα εφαίνετο φως. — Ίσως με αφήσουν να ξενυκτήσω εδώ, είπεν ο μικρός Κλώσος, και υπήγε και εκτύπησεν εις την θύραν του γεωργού. Η νοικοκυρά ήλθε και του ήνοιξε, αλλά άμα ήκουσε τι ζητεί, του είπε να πηγαίνη εις το καλόν, διότι ο άνδρας της ήτο έξω και δεν ήθελε να δεχθή ξένον άνθρωπον, και του έκλεισε την θύραν.

Η ντόνα Κριστίνα πέθανε• το χλωμό πρόσωπο των θυγατέρων χάνει κάτι από την ηρεμία του και η φλόγα στο βάθος των ματιών μεγαλώνει: μεγαλώνει όσο ο ντον Τζάμε, μετά το θάνατο της γυναίκας του, παίρνει όλο και περισσότερο το αυταρχικό ύφος των προγόνων του Βαρόνων και, όπως εκείνοι, κρατάει κλειστά μέσα στο σπίτι, σαν να ήταν σκλάβες, τα τέσσερα κορίτσια, περιμένοντας αντάξιούς τους γαμπρούς.

Κατάντικρυ του κιβωτίου ήτο η θύρα της οικίας, εκατέρωθεν δε αυτής δύο παράθυρα, των οποίων τα φύλλα ήσαν κλειστά. Η θύρα εχωρίζετο οριζοντίως εις δύο φύλλα, εκ των οποίων το μεν κάτω ήτο κλειστόν, το δε άνω ανοικτόν προς τον στενόν έξω δρομίσκον, και εισήρχετο δι' αυτού εντός του δωματίου το άφθονον φως του μεσημβρινού ηλίου.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν