United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν ημέραν θλιβερά του είπενΔεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα. . . Είνε κάτι κακές γυναίκες, εκεί στο μαχαλά, στο δρόμο που περνώ, και της άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: «Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της . . .» Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα. Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της.

Αντικρύ εις το πελώριον κτίριον, το Κελλί του Παππά-Ιερεμία, δύο ή τρία σκυλιά μ' εγαύγισαν, αλλ' όταν επάτησα επί του οροπεδίου, όπου είνε ο ναΐσκος του προφήτου, παραδόξως εσιώπησαν κ' εκρύβησαν εις δύο ή τρεις καλύβας, όπου εφαίνοντο ανάμεσα εις τους κήπους. Ψυχήν δεν είχα συναντήσει.

ΡΩΜΑΙΟΣ Είπε της το απόγευμα να εύρη ευκαιρίαν να έλθητου πνευματικού να την εξαγορεύση· κ' εκεί θα γείνη, 'ς το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου, και η εξομολόγησις και το στεφάνωμά μας. Ιδού διά τον κόπον σου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ούτε λεπτόν δεν παίρνω. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω! έλα δα· παρακαλώ. Σου λέγω θα τα πάρης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Απόψε το απόγευμα; Καλά· εκεί θα ήναι.

Η παπαδιά έσπρωξε το ποτήρι θυμωμένη: — Να το πάρης το κρασί σου στο κελλί, να κερνάς τις προκομμένες που ξαγορεύεις. Κάλλιο να τους δίνης να πίνουν με την κανάτα, παρά με το Δισκοπότηρο. Να μην κολάζεσαι κι' όλα. Ο Παπα-Παρθένης μαζεύτηκε. Όταν έπαιρνε έτσι το Χερουβικό η παπαδιά, καλά ξεμπερδέματα. Την βαστούσε ο Πειρασμός μια βδομάδα.

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Δεν ήτο τρόπος να σταλθή. Ιδού· εδώ το έχω ούτε μου ήτο δυνατόν να σου το στείλω 'πίσω. Τόσος τους έπιασε πολύς επιδημίας φόβος. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ω συμφορά! Το γράμμα μου ασήμαντον δεν ήτο, αλλ' είχε, μα το ράσον μου, μεγάλην σημασίαν, και ίσως η αναβολή κακόν μεγάλον φέρη. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, ω πάτερ Ιωάννη, εύρε λοστόν, και φέρε τον αμέσως ‘ς το κελλί μου.

Αλλά, παρθένος έμεινα εγώ, και θ' αποθάνω παρθένος χήρα... Ω σχοινιά, ελάτε! — Παραμάνα, έλα και συ·την κλίνην μου την νυμφικήν πηγαίνω, να εύρω Χάρου αγκαλιάν αντί Ρωμαίου χάδια. ΠΑΡΑΜΑΝΑτον θάλαμόν σου πήγαινε. Να σε παρηγορήση θα φέρω τον Ρωμαίον σου· 'ξεύρω εγώ πού είναι. Ακούεις; τον Ρωμαίον σου απόψε θα τον έχης. Είναι κρυμμένοςτο κελλί του πάτερ Λαυρεντίου.

Βέβαια, αφέντη· αφού το πουλί επέταξε, επόμενον ήτο να ευρέθη το κλουβί άδειο. — Και δεν ήτο κανέν παράθυρον ανοικτόν, δι' ου να εξήλθε; — Δεν ξέρω αν ήτον ανοιχτό ή κλειστό, αφέντη. Αυτό μονάχα ξέρω, ότι αυτή θα εβγήκεν από κάπου. — Και ποίαν ώραν εύρετε το δωμάτιον κενόν; — Το κελλί ευρέθη άδειο σήμερα. — Ποίαν ώραν; — Είνε κάμποσαις ώραις. — Ως πόσαι ώραι; είπεν ο Πλήθων.

Έμεινα μερικάς στιγμάς αφηρημένος με το όνειρον και τον φόβον, πλάττων φανταστικάς και ανοήτους υποθέσεις. Την στιγμήν εκείνην ανεκάλυψα την προέλευσιν της θειαφένιας λάμψεως με την οποίαν εφωτίζετο το κελλί μου. Προήρχετο από μίαν ρωγμήν μισού ποδός το πλάτος, ήτις εξετείνετο κατά μήκος των τοίχων εις την βάσιν των. Επείσθην ούτω ότι ούτοι ήσαν μετέωροι, μηχανικώς συγκρατούμενοι από των πλευρών.

Έπαρε τον πόνο που με φλογίζει και κάμε τον προσευκή στο κελλί σου, και πες του Μεγαλοδύναμου πως είνε άδικο τόσο βάσανο, πως δεν κλαίγω για τάγιο του θέλημα, κλαίγω που έφυγαν και μάφησαν τα παιδιά μου δίχως παρηγοριά, δίχως την Αρετούλα μου. Παρακάλεσε να την ακούσω τη γλυκειά της τη φωνή, να τα δω τα γλυκά της μάτια, κι ας βγη και μένα η ψυχή μου κατόπι.

Είχα αποποιηθή να πίω καφέν, όταν μου προσέφεραν αι γυναίκες αι πανηγυρίστριαι, αλλ' όταν ο Γούμενος έστειλε τον πάτερ Παφιώτιον, πρώην υπενωματάρχην, όστις είχε καλογηρέψει εις το κελλί, και μου έφερε μεγάλην κούπαν καφέν μοναστηριακόν, θαυμάσιον, δεν ηδυνήθην ν' αρνηθώ.