Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας• 365 «Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα, 'ς την χλόη• να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι, παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε, ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. 370 ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος, λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι, ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία, και ο σβώλοςτο τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι, θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. 375 και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα, και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιοτο κεφάλι, μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος, και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. 380 αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου• και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις, ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους• αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, 385 ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθήςτον δρόμο».

Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα· «Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. 200 πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι; αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι και τους βυθίζειςάμετρη φρικτή ταλαιπωρία. ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος 205 μ' όμοια ράκη επάνω τουτον κόσμο παραδέρνει, αν είναι ακόμητην ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει· και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις να επιστατήσω μ' έβαλετην γη των Κεφαλλήνων· 210 γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν. και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι, 'που το παιδίτο σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι 215 του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου. και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του, να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις· αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις 220 δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου. θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον· αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη κάπουθε, καιτα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». 225

Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος• μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη, 'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη 115 κάπουθε, καιτα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις, να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του. μ' αυτάτον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκετα πρόθυρα, ότι εντράπη πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. 120 το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι, και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Τον άνδρα, μούσα, λέγε μου, πολύτροπον, 'που εις μέρη πολλά επλανήθη, αφού έρριξε την ιερήν Τρωάδα• και ανθρώπων είδε αυτός πολλών ταις χώραις και την γνώμην έμαθε, καιτα πέλαγα πολλά 'παθε ζητώντας με τους συντρόφους άβλαπτος να φθάσητην πατρίδα. 5 αλλ' όμως δεν κατώρθωσε να σώση τους συντρόφους• ότι εχαθήκαν μόνοι τους απ' τ' ανομήματά τους• μωροί, 'που τ' Υπερίονα Ήλιου τα βώδια 'φάγαν, κ' εκείνος της επιστροφής τους πήρε την ημέρα. τούτα ειπέ κάπουθε κ' εμάς, θεά, κόρη του Δία. 10

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν