Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Σεπτεμβρίου 2025


Κολοκοτρώνης κάθονταντο κόρμοβοτη ράχη, Και με το κιάλι αγνάντευε της Πάτρας τα μπουγάζια. Ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος εγεννήθη εν τη αυτή του πολυμηχάνου του Τρωικού πολέμου Οδυσσέως πατρίδι, εν Ιθάκη κατά το 1790 έτος. Εγεννήθη χωρικός εις τα πέριξ της Αμφίσσης και εμαθήτευσεν εις τας συμμορίας του Πανουριά.

1832, Τρυητή 20 . Επειδή τα Γιάννινα δεν είχαν ακόμα Κισλά, τ' ασκέρια στέλνουνταν από τον Πασά κονάκια στα σπίτια των Χριστιανών και των Οβραίων. Ένας μπίμπασης κάθονταν σ' ένα σπίτι σιμά από το σπίτι του κυρ Αναστάση Γοργόλη. Ο μπίμπασης είδε μια μέρα τες δύο ώμορφες τσιούπρες του κυρ Γοργόλη κ' εκολάστηκε· κύτταξε με κάθε τρόπο να τες απατήση.

Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά 'μιλήσει. και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, τότε καθείςτα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. αλλ' έμενε εις το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, 230 κ' η Αρήτη και ο θεόμορφος Αλκίνοος σιμά του καθόνταν και απ' την τράπεζα παίρναν τα σκεύ' η κόραις•αυτόν επρωτομίλησεν η Αρήτ' η λευκοχέρα, ότ'είδ' αυτή κ' εγνώρισεν ευθύς το επανωφόρι, και τον χιτώνα, ενδύματα λαμπρά, 'που τα 'χε κάμει 235 αυτή με ταις γυναίκαις της• κ' είπετον Οδυσσέα• «Ξένε, το εξής πρώτον εγώ θα σ' ερωτήσω• ποίος είσαι; από πού; τα ενδύματα τούτα ποιος σ' έχει δώσει; δεν λες 'που θαλασσόδαρτος εβγήκες εδώ πέρα

Τώρα η ντόνα Έστερ και η ντόνα Ρουθ κάθονταν ταπεινές και ντυμένες στα μαύρα σαν δυο καλόγριες, με τη λευκή μαντίλα στο κεφάλι και τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τις ποδιές τους, έχοντας στο νου τους τη Νοέμι που βρισκόταν μακριά και τον Τζατσίντο που κι αυτός ήταν μακριά.

&1832, Τρυητή 20&. Επειδής τα Γιάννινα δεν είχαν ακόμα Κισλά, τ' ασκέρια στέλνουνταν από τον Πασά κονάκια στα σπίτια των Χριστιανών και των Οβραίων. Ένας μπίμπασης κάθονταν σ' ένα σπίτι σιμά από το σπίτι του κυρ Αναστάση Γοργόλη. Ο μπίμπασης είδε μια μέρα τες δυο ώμορφες τσιούπρες του κυρ Γοργόλη κ' εκολάστηκε· κύτταξε με κάθε τρόπο να τες απατήση.

Μια μέρα ο πατέρας αρρώστησε και στην εβδομάδα απανωθιό έγεινε του θανάτου. Τη στιγμή, που θ' απέθνησκε είπε στο παιδί του, που κάθονταν στο προσκέφαλό του κι' έκλαιγε: — Μην κλαις, παιδί μου! Έτσ' είν' ο κόσμος. Ο γονιός πρέπει να πεθαίνη πρωτύτερα από το παιδί του, κι' αυτό είναι το καλύτερο. Αν πέθαιναν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονιούς τότε η πλάση θα χάνονταν.

Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•τα δώματ' επορεύθηκε του θείου Οδυσσέα• και των μνηστήρων έχυσεν ύπνο γλυκό, και ζάλη 395 τους έφερ' εκεί, 'πώπιναν, κ' ερρίξαν τα ποτήρια. και να πλαγιάσουν σκόρπισαντην πόλι, ουδέ καθόνταν πλέον, ότι τα βλέφαρα τους βάρυνεν ο ύπνος. τότ' είπε τον Τηλέμαχον η γλαυκομμάτ' Αθήνη, έξωθ' απ' τα καλόκτιστα μέγαρ' αυτόν καλώντας, 400 καιτο κορμί καιτην φωνή του Μέντορ' ώμοιαζ' όλη•

Και οι γυναίκες από πολλά χωριά κάθονταν γύρω της σαν να ήταν υπηρέτριές της….. Μου έλεγε: Ποτόι, έλα, δοκίμασε αυτόν τον καφέ, πώς σου φαίνεται, είναι καλός; Ναι, τόσο καταδεχτική ήτανε. Α, γι’ αυτό δεν μ’ αρέσει να ξαναπάω εκεί πέρα. Μου φαίνεται ότι έχω αφήσει κάτι εκεί και δεν θα το ξαναβρώ πια….» Η Νοέμι επιδοκίμασε ζωηρά, με το κεφάλι σκυμμένο στο εργόχειρό της.

Έχω ακούση οπού κακούργοι, ενώ καθόνταν κάποιο δράμα να ιδούν, 'ς τα βάθη της ψυχής των από την τέχνην της σκηνής επαταχθήκαν τόσο, 'πού αυτού τα εγκλήματά τους ξεφωνήσαν· διότι ο φόνος, αν και αυτός γλώσσαν δεν έχει, κάποιαν θαύρη φωνήν θαυμάσιαν να ομιλήση.

Αυτά 'πε και αναχώρησεν ο μέγας αργοφόνος• και προς τον μεγαλόψυχον εκίνησε Οδυσσέα η νύμφη, τα μηνύματα ως άκουσε του Δία. 150ακρογιαλιά καθήμενον τον εύρε, ουδ' εστεγνόναν ποτέ τα μάτια, αλλ' έλυονε την ποθητή ζωή του για την πατρίδα κλαίοντας, ουδ' άρεγέ του πλέα η νύμφη, αλλά βιαζόμενος, 'ς τα βαθουλά τα σπήληα, μ' αυτήν, οπού τον ήθελεν, αθέλητα εξενύκτα• 155 και ταις ημέραις κάθοντανακροθαλάσσια βράχη, με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθητην ψυχή του, κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. σιμά του εστάθηκε η θεά, η αταίριαστη, και του 'πε•

Λέξη Της Ημέρας

ορέων·

Άλλοι Ψάχνουν