Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


και προχωρούσε ολάρμενο κι αργό και σιγαλό κι ολόλευκο σαν την αυγή που ανέβαινε ολοένα και θέρμαινε και τη ζωή ξυπνούσε στο γιαλό, και τα κλειστά παράθυρα άνοιγαν ένα ένα. Καθόμαστε· σε κοίταξα, με κοίταξες αργά· το βλέμμα σου έφεγγε θαμπό σα σκοτεινό πετράδι. Μου φάνηκε πώς έτρεμε μη φύγη η αυγή γοργά και φτάση η μέρα σέρνοντας κοντά της το αχνό βράδυ.

Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιος μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσης και συ ένα αμανάτι Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είνε σ' αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρης το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνης τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνης κάθε μέρα.

Θυμούμαι πως το άνοιξα μ' ένα αίστημα αγωνίας, σα να μπορούσε το χαρτί αυτό να μου ξεσκεπάση ένα μυστικό, που θα είχε τη δύναμη να μου αφανίση όλη τη ζωή. Ταυτόχρονα όμως με φλόγιζε ο πόθος να λάβω απάντηση στο ρώτημα: «Γιατί δεν είναι ευτυχισμένη; Μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος και δυστυχισμένος μαζίΤο γράμμα είταν αυτό: «Αγαπητέ μου, »Να ειπωθούνε μεταξύ μας τέτοια λόγια!

Μα κείνο που σου δίνει καινούρια ζωή, που σε κάνει κι ανεσαίνεις πιο εύκολα, είναι που Τούρκος δεν έχει χωράφι τριγύρω... Έχει ρωμαίικη ψυχή μέσα του το μικρό το Μεσοβούνι. Ζούσανε μάλιστα τα χρόνια εκείνα και δυο τρεις Μεσοβουνιώτες που μύρισαν κι αυτοί μπαρούτι στα νιάτα τους! Ο γέρο Βασίλης είταν ένας. Ο μακαρίτης ο Αγγελάκος, στο πλάγι μας, άλλος ένας.

Ο έρως ήτο ακόμη δι' αυτήν παιγνίδι και έπαιζε με όλην την καρδιά του Ρούντυ· και όμωςαυτό πρέπει να λεχθήαυτός ήτο η ευτυχία της, όλη η ζωή της, η διαρκής σκέψις της, το καλύτερον και λαμπρότερον που είχεν εις τον κόσμον αλλά όσον περισσότερον εσκυθρώπαζε το βλέμμα του, τόσον περισσότερον εγελούσαν τα μάτια της· ημπορούσε να φιλήση τον ξανθόν Άγγλον με τα χρυσόξανθά γένεια, εάν κατώρθωνε με αυτό να πιάση τρέλλα τον Ρούντυ και να φύγη τρεχάτος· αυτό ίσα ίσα θα της έδειχνε πόσον την αγαπά.

Μα ο Δόρκωνας κείτονταν χάμω με βαθιές πληγές κομματιασμένος από τους κορσάρους και ψυχομαχώντας, επειδή είχε χάσει αίμα πολύ. Όταν όμως είδε τη Χλόη και πήρε λίγη ζωή από την προτητερινή του αγάπη, είπε: — Εγώ, Χλόη, σε λίγο πεθαίνω, επειδή οι κακούργοι κουρσάροι, ενώ προστάτευα τα βόιδια μου, με κατακομμάτιασαν σαν βόιδι. Μα εσύ και το Δάφνη σου σώσε κ' έμενα εκδικήσου κ' εκείνους αφάνισέ τους.

Σημαίνει πως πρέπει να ξέρω την περασμένη μου ζωή, να μη λησμονώ τα παλιά καλούπια που μπόρεσε να εύρει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος ανάμεσα στα κράτη, και ξανοίγοντας όσο μπορώ την τωρινή ζωή μου, να ξεκαθαρίζω το δρόμο, να εύρω το νέο τόπο που θα διαλέξει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος δυνατό.

Χαρά στον που τώχει ειπή! Ενθύμησες είνε και τα &Πεζογραφήματά& μου. Τ' ανοιξιάτικα πρωινά, οπώβγαινα χαραγή για το γάλα, γύριζα κάποτες από τον καφενέ του Ζώη τ' Αζώηρου. Στην Καραβατιά, κατά τα Δυο τ' Αδέρφια, είχεν ο Ζώης ο Αζώηρος τον καφενέ του. Είχε συγυρίσει σε τόπον καφενέ το ίδιο το σπίτι του που καθότουν αυτός, χήρος κι άτεκνος, με τη μεσόκοπην αδερφή του, την Κυρά Τσεβούλα.

Στοχάσου αν όλοι πάθαιναν τη συμφορά σου. . . Θε να γινόταν η ζωή μαύρη σαν τον αράπη χωρίς τραγούδια και κρασί, δίχως αγάπη. Ε! να σου πωκαι να με συμπαθά η αφεντιά σουμεγάλη θάν' η στενοκεφαλιά σου αν άφισες τα όργια του Καίσαρα και σιδεροδεμένος, με τα τέσσαρα σ' αυτή προτίμησες να σέρνεσαι την υγρασία, μη στέργοντας στον Ηρακλέα να προσφέρης μια θυσία!

Και μεταξύ του πλήθους η ζωή του θα ήτο μοναχικωτέρα από τούδε, επειδή ολιγώτεροι θα υπήρχον οι γνωρίζοντες και αγαπώντες Αυτόν. Με καρδίαν βαθέως τεθλιμμένην, Εκείνος απηύθυνε προς τους Δώδεκα την συγκινητικήν ερώτησιν: &«Μη και υμείς θέλετε υπάγειν;»&

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν