Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Ελάτε αγάπη, σωστή φιλία, Απλή και ίσια, καλή καρδιά, Χαρά και γέλια κι' ισοτιμία, Στη συντροφιά μας τούτ' τη βραδιά, Φιλοδοξία και φιλαυτία Δεν έχουν τόπο, πού να σταθούν· Υπερηφάνια και φαντασία, Εδώ απόψε να μη βρεθούν.

Τότε μία που με μισογνώριζε, και μας είχε ιδεί αρχήτερα με τον άνδρα μου στο δρόμο, κ' είχε καταλάβει πως ο άνδρας μου ήτον άρρωστος, καθώς εσηκώθηκε να φύγη, γυρίζει και μου λέει·Δεν έρχεσαι κ' ελόγου σου στην Εύρεσι;...Πάρε τον άνδρα σου, κ' ελάτε.

Του Κρούμου το ποτήρι και του Σαράφωφ οι μαχαιριές πρέπουν καλήτερ' από τούτο στη σοφία σας... Ελάτε, παιδιά· είπε γυρίζοντας στους σκαφτιάδες· στο νώμο και σπίτι· δε θέλουμε άλλο ηύρεμα σήμερα· μας φτάνει η Δόξα ... Τράβηξε μπροστά με το κεφάλι ολόρθο· ακατάδεχτος πια στη γη και στους κατοίκους της. Τον ακλούθησε ο Κουτρουμπής κι ο Μπαλαούρας συζητώντας, ακόμη για τόνομα του αγαλμάτου.

Ποιος είνεΑσθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;» Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών.

Ηκούσθη ο κρότος του αγκυρίου και συνάμα νεαρά φωνή γυναικεία από της ακτής: — Ελάτε δα, χρονιάσατε! Από της λέμβου εξήλθε χαιρετισμός φαιδρός συγχρόνως παρ' όλων. — Ξέρς πως φοβήθ'κα! επανέλαβεν η έξω φωνή της αναμενούσης νεανίδος. — Η αγάπη γεννά τον φόβον· απεκρίθη ο γέρων πηδαλιούχος. — Απαντήσατε τίποτε; ηρώτησεν η αναμένουσα. — Δόξα σοι ο Θεός! ησυχία. Περάσαμε πολύ ώμορφα.

Και εις ταις ευχαριστίαις είμαι πάμπτωχος· όμως σας ευχαριστώ, μ' όλον ότι, αγαπητοί μου φίλοι, μόλις έναν οβολόν αξίζουν η ευχαριστίαις μου. Δεν σας εμήνυσαν; Ήλθετε από δικήν σας επιθυμίαν; Η επίσκεψις αυτή είναι αυτοπροαίρετη; Ελάτε, ελάτε· φερ- θήτε σωστά με εμέ· ελάτε, ελάτε, ειπήτε. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Τι έχομε να ειπούμε, Κύριέ μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Ε! ό,τι θέλετε· αλλά μόνον εις το προκείμενον.

Αχ, Κυρία Βεργινία, Κυρία Βεργινία μου ! δεν ακούτε ; ελάτε να σας σηκώσουμε με τον κύριο Νίκο ! Αχ, τώρα τι θα γίνουμε! -κ' έστριβε τα χέρια της, αποπάνω από το κορμί της Βεργινίας το κοιτάμενο, μέσα στην κάμαρη τη γεμάτη κρυφοσάλευτους ήσκιους και φως φανταστικό απ’ το μυστικό φεγγάρι, που έμπαινε τώρα από δυο μεριές: απ’ το παράθυρο κι απ’ την ανοιχτή την πόρτα της αυλής. . . Σήκωσε ο Νίκος με τη Λιόλια την ξέπνοη Βεργινία σαν πούπουλο !-και την απίθωσαν απάνω στο κρεββάτι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το αίσθημα που της καρδίας τα βάθη πλημμυρίζει, ούτε με λόγια λέγεται, ούτε στολίδια θέλει· πτωχός εκείνος που μετρά τον θησαυρόν που έχει· εμένα η αγάπη μου είναι πλουσία τόσον, ώστε δεν έχει μετρημόν ούτ' ο μισός της πλούτος. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Εμπρός, να τελειόνωμεν. Ελάτε. Δεν σκοπεύω να σας αφήσω μοναχούς, αν ήναι μ' άδειάν σας, πριν ευλογία ιερά κάμη τους δύο ένα. Πλατεία.

Το παιδί καλοκάθησε σταυροπόδι, κι' είπε στους μαλλωμένους με ύφος αληθινού κριτή: — Ελάτε εδώ! Πήγαν κι' οι δυο μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα. — Ξέρετε που είμεστε; Τους ρώτησε σοβαρά. Ο καρβανάρης άνοιξε τα μάτια του, προσέχοντας ν' ακούση καλύτερα. Οι μαλλωμένοι δε μιλούσαν. Να σας ειπώ που είμεστε. Είμεστε κακορρίζικοι, δέκα μέρες μακρυά από τον τόπο μας· είμεστε ξένοι παντάξενοι!

Αμέσως ο Σίμων πετάχτηκε και βοήθησε με τα δυνατά του χέρια να σύρουν το δίχτυ στην στεριά. Και Αυτός που όλοι γνώριζαν ότι ήτο ο Κύριος, αλλά του οποίου η φωνή και η όψη έκαναν τις καρδιές τους να σταθούν με σεβασμό γεμάτο δέος, έτσι ώστε να μην τολμούν να τον ρωτήσουν, τους είπε, «Ελάτε και φάτε» και τους μοίρασε το ψωμί και τα ψάρια. «Ναι, Κύριε μου, το ξέρεις ότι Σε αγαπώ».

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν