Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Ο βασιλεύς τότε θαυμάσας διά τόσα θαυμαστά συμβεβηκότα, εκάλεσε τον υιόν του Σουλτάν Εμήν και του λέγει ότι ηξεύρει το κρυφόν του συνοικέσιον· και αυτός ευθύς έδωσε το χέρι του της Αμηνάς και την έλαβε διά γυναίκα του.

Ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του και εκάλεσε τον οικονόμον. — Φέρε εδώ όλους τους δούλους· ανεξαιρέτως όλους αυτοστιγμεί. — Είναι μνηστή σου; είπεν έκπληκτος ο Πετρώνιος. Πριν συνέλθη εκ της εκπλήξεώς του, το αχανές μέλαθρον εγέμισεν από δούλους.

Ευτυχώς διά τα ελληνικά γράμματα, ο Δημήτριος Ροδοκανάκης, ο μετέπειτα αντιπρόσωπος της Βραΐλας εν τη Εθνοσυνελεύσει, ήτο ανήρ μορφωμένος και φιλοπρόοδος. Διεξελθών δ' ολίγας σελίδας του χειρογράφου, εκάλεσε τον ανεψιόν του και αντί επιτιμήσεως τού έδωκε την συμβουλήν να τυπώση το έργον του.

ΦΙΛ. Αυτό, βλέπω, το συμπόσιον, Λυκίνε, ήτο μουσείον σοφών και είνε άξιος επαίνου ο Αρισταίνετος ότι εις μίαν τοιαύτην οικογενειακήν εορτήν εκάλεσε προ πάντων σοφούς, εκλέξας το άνθος από εκάστην σχολήν, χωρίς να προτιμήση τους μεν και να παραλείψη άλλους εκ των διακρινομένων.

Βασανίζουν τον επαίτην, όπως τα παιδία βασανίζουν τον ποντικόν, τον οποίον συλλαμβάνουν. Η αστυνομία εξορίζει συνήθως τον Σακκουλέν εις Σύρον, διότι, νομίζω, κατάγεται από τας Κυκλάδας. Εκεί τον είδε προ καιρού κάποιος Αθηναίος, περαστικός από την Ερμούπολιν. Και επειδή δεν εγνώριζε κανένα και έπληττε, εκάλεσε τον Σακκουλέν και τον εκέρασε·Τι θέλεις εδώ, Σακκουλέ; — Είμαι εξόριστος.

Ιωάννην τον Πρόδρομον, πώς εκάλεσε και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγη να τον βοηθήση, πώς ο παπάς ευρίσκεται από τη πρωίας, οπίσω, εις τον Άγ. Ιωάννην διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε δοσμένον τον λόγον του, να υπάγη να τον βοηθήση.

Και τελειώνοντας αυτήν την διήγησιν επρόσταξε να μετρήσουν του βαστάζου άλλα εκατόν φλωριά και τον εκάλεσε μαζί με τους άλλους φίλους να έλθουν και αύριον εις το συμπόσιόν του, διά να ακούσουν την διήγησιν και του τρίτου ταξειδιού του.

Εκάλεσε τον παράλυτον υιόν της, το χαριτωμένον εκείνο ζιζάνιον της οικιακής ειρήνης και ευδαιμονίας των θνητών, το καλούμενον Έρως, και αφού τον έσφιγξε τρυφερώτατα εις τας λευκάς της αγκάλας, και κατεφίλησε φιλοστόργως τας ροδίνας του παρειάς, και τον ηρώτησε μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της υγείας του, των έργων του και των ασχολιών τουπρος μεγίστην εκείνου έκπληξιν, όστις ουδέν άλλο συνήθως ήκουε παρά της μητρός του ή επιπλήξεις, και ουδέν άλλο ελάμβανε παρ' αυτής ή ραπίσματατον εκάθισε πλησίον της, του ενεπιστεύθη τον κρύφιον της ψυχής της πόνον, και εζήτησε παρ' αυτού εκδίκησιν.

Άμα τον είδεν ο Ψαμμήνιτος, έκλαυσε πολύ, εκάλεσε τον φίλον του ονομαστί και εκτύπησε την κεφαλήν. Ήσαν δε εκεί φύλακες οίτινες ειδοποίουν τον Καμβύσην ό,τι έπραττεν ο Ψαμμήνιτος εις εκάστην έξοδον.

Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο, ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη, του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι 495 με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι• κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο, έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν, και, αφούτην ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. 500 και αφού χαρήκαν το φαγί, τότεεκείνους είπε ο συνετός Τηλέμαχος• «Σεις τώρα προς την πόλι το πλοίο μας κινήσετε• κ' εγώ προς τους αγρούς μου και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώτην πόλι. 505 κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας, καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι». Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• «Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; 510 ή αμέσωςτην μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγωΚαι ο συνετός Τηλέμαχος• «Σ' το σπίτι μας να υπάγης θα σού 'λεγαάλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων δεν λείπ' η περιποίησις• αλλά δεν σου συμφέρει• εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα• 515 ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων, αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη. άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου, οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη• 520 ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα. αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας, αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου». Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του 525 πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου, τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε• 530 «Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη δεξιά σου• εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω. και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοιτον αιώνα». Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 535 «Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε• και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη».

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν