United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εννοήσας δε αμέσως το δυστύχημα εις το οποίον είχεν εμπέσει, εκάλεσε τον αδελφόν του, είπε προς αυτόν το γεγονός και τον προέτρεψε να εισέλθη τάχιστα.

Ο μάγος επερίμενε την γέμισην της σελήνηςδιότι τότε κατά το πλείστον γίνονται αυτού του είδους αι μαγείαικαι τότε ήνοιξε λάκκον εις ανοικτόν μέρος της οικίας και περί το μεσονύκτιον μας εκάλεσε τον Αλεξικλέα τον πατέρα του Γλαυκίου, ο οποίος είχεν αποθάνει προ επτά μηνών. Ο γέρων δεν επεδοκίμαζε τον έρωτα του υιού του και ωργίζετο, επί τέλους όμως συγκατένευσε.

Εάν, είπε, μου δώσης θέσιν μετά αυτόν τον άνθρωπον, Αρισταίνετε, τον Επικούρειον, διά να μη είπω τίποτε άλλο κακόν περί αυτού, φεύγω και εγκαταλείπω το συμπόσιόν σου. Και συγχρόνως εκάλεσε τον υπηρέτην του και εφαίνετο έτοιμος να εξέλθη.

Μετά τούτο ο κυρ-Δημάκης, συλλογισμένος πάντοτε, κατηφής και άφωνος ως να έγραφε την διαθήκην του, εκάλεσε την Αχτίτσαν, μόλις ξαβοηθήσασαν το σακκίον των ελαιών. Δύο-δύο ανήλθεν η γραία τας βαθμίδας από της χαράς, πιστεύσασα, ότι ο κυρ-Δημάκης θα ώριζεν αυτή την ημέραν των αρραβώνων και των γάμων: — Κ' ήθελα παιδί μου, να σε ρωτήσω από τα πρωί, για να ζυμώσωμε τα Χριστόψωμα.

Όταν είς εκ των φίλων του τον εκάλεσε να μεταβούν εις τον ναόν του Ασκληπιού και προσευχηθούν, Πολύ κουφόν, είπε, νομίζεις τον Ασκληπιόν, εάν δεν δύναται να μας ακούση και απ' εδώ προσευχομένους.

Κι’ ο Κωσταντής, λαβαίνοντας το μήνυμα της Κόρης, Της έστειλε γι’ αντιλογιά φλωρί κωσταντινάτο , Εκάλεσε τους φίλους του και τη γενιά του όλη, Κι’ έστησε γάμο και χαρά και μέγα πανηγύρι, Και κίνησε χαρούμενος, γαμπρός καμαρωμένος, Με φλάμπουρο και με βιολιά και χίλιους καλεσμένους. Και πάη να πάρη ταίρι του τη λυγερή Χρυσάιδω.

Ακριβώς το μεσονύκτιον της ημέρας, καθ' ην απέθανε, με εκάλεσε παρά την κλίνην της επισήμως, και μοι εζήτησε να τη επαναλάβω τους εξής στίχους, ους αύτη πρό τινων ημερών είχε συνθέσει: «Ιδού, επήλθε, τέλος, νυξ πανηγύρεως μετά τους τελευταίους τούτους θλιβερούς χρόνους· πλήθος αγγέλων πτερωτών, φερόντων πέπλους και βρεχομένων από τα δάκρυα των, βλέπουσιν εντός θεάτρου δράμα ελπίδων και φόβων, ενώ εκ διαλειμμάτων η ορχήστρα ανακρούει την μουσικήν των σφαιρών».

Αλλά διατί εγώ ν' αγανακτώ κατ' αυτής, αφού ούτε τους θεούς σέβεται, αλλά συκοφαντεί την πρόνοιαν αυτών; Ώστε δίκαιον θα είνε να την καταδικάσετε και επί ασεβεία. Ήκουσα δε ότι ούτε παρεσκευάσθη διά ν' απολογηθή, αλλ' εκάλεσε τον Επίκουρον διά να ομιλήση αντ' αυτής. Βλέπετε πώς εμπαίζει το δικαστήριον.

Κατόπι του ευθύς έφθασετα δώματ' ο Οδυσσέας, παρόμοιος με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, οπ' ακουμπούσετο ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. εκάθισετο φράξινο κατώφλι προς το δώμα, γυρτόςτον κυπαρίσσινον ωραίον παραστάτη, 340 'που ξυλουργός πότ' έξυσε κ' εστάφνισε με τέχνη. εκάλεσε ο Τηλέμαχος σιμά τον χοιροτρόφο, και άρτον επήρε ολάκερον απ' τ' εύμορφο καλάθι, και κρέας, όσο ανταμωταίς η φούχταις του χωρούσαν, κ' είπε• «Του ξένου δόσε αυτά και παρακίνησέ τον 345 να τριγυρνά ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις• καλή δεν είν' η εντροπήτον άνδρα, 'πώχει ανάγκη».

Γιατί γύρισε; Με είχε προδώσει, και θέλησε παραπανιστά, να μ' εξευτελίση: αυτό είναι! Δε τον έφταναν τα παληά μαρτύριά μου; Ας γυρίση λοιπόν, ντροπιασμένος κι' αυτός, στην Ιζόλδη με τα Λευκά χέριαΕκάλεσε τον Περινίς τον Πιστό, και του είπε της ειδήσεις που είχε φέρει ο Μπλεχερή.