United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα 810 να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα. την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους, οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν, 'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγανόλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 815 'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μουτο πλοίο, κ' είναι αμάθητοτην πράξι καιτους λόγους• για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον, για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, 820 ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσατα πελάγη• ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσωτην πατρίδα».

Άλλος είν' ο Θεόκριτος εκείνος απ' τη Χίο, εγ' όμως, πούχω γράψει αυτά, είμ' απ τις Συρακούσες κ' είμαι του Πραξαγόρα γυιός και της γνωστής Φιλίνης κι' απ' άλλη Μούσα ξενική τίποτα δεν επήρα. ΘΥΡΣΙΣ Γλυκά θροεί η κουκουναριά στης ρεμματιάς το πλάι, όμως και συ, γιδοβοσκέ, γλυκειά φλογέρα παίζεις· δώρο σου πρέπει δεύτερο, ύστερ' από τον Πάνα.

Κ' εγώ τι γίνομαι; Εφονεύθη μου ο πατέρας, μού ατιμάσθ' η μητέρα, αιτίαις να μου ανάψουν αίμα και νουν, κ' εγ' όλα να κοιμώνται αφίνω, έτοιμον ενώ βλέπω, ωσάν να με ονειδίζη, χιλιάδων είκοσι τον θάνατον εμπρός μου, 'πού, γελασμένοι από λαμπρό φάντασμα φήμης, 'ς τους τάφους των πηγαίνουν ως να ήσαν κλίναις, χάριν μιας σπιθαμής, οπού δεν δίδει τόποντα πλήθη αυτά ν' αγωνισθούν διά να διαλύσουν την διαφοράν τους, και αρκετός δεν είναι λάκκος τα λείψανά τους όλα μέσα του να κρύψη.

Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια• και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, 255 αν ζωντανόν τον Αίγισθοτα μέγαρα ήθελ' εύρη τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία. τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν, αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι απόρρικτοντην εξοχήν• ουδ' ήθελε Αχαιίδα 260 καμμιά τον κλάψη• ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα• ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις, και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση. και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα• 265 ότ' είχε γνώμην αγαθή• και ακόμ' είχε σιμά της τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει. αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση, τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, 270 ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε. και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία, πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι, ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. 275 κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης, απ' την Τρωάδα ερχόμενοι• αλλ' όταντου Σουνίου των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι, του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, 280 ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι, τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος, όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι. κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. 285 αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων, και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. 290 και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμάτην Κρήτη, 'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου. μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη, 'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, 295 κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα. ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν, κ' εσύντριψαν τα κύματατους βράχους τα καράβια• και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβιατην Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. 300 και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος, γυρνώντας με τα πλοία τουανθρώπους αλλοφώνους.

Τέτοιες ευχές και συ να κάνης δίχως θρήνους μηδέ με μάταια κι άγρια φωνητά τρόμου, τι δεν γλυτώνεις πιότερο μ’ αυτά απ’ τη μοίρα. Εγ’ όμως άντρες εξ, εφτά μαζί με μένα, αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχους θα πάω να στήσω στων τειχών τις εφτά πόρτες, πρι να ’ρθουν βιαστικά μηνύματα και λόγοι γοργόσπαρτοι και φωτιά ’νάψη απ’ την ανάγκη.

Τώρ' όμως εσύ πήγαινε, να μη σε νοιώσ' η Ήρα· Κ' εγώ αυτά εγνοιάζομαι, για να τα τελειώσω. Κ' έλα με το κεφάλι μου να νεύσω, να πιστεύσης. Γιατί αυτό 'ν' το μέγα μου μες τους θεούς σημείον· Το πώς με το κεφάλι μου εγ' ό,τι και αν νεύσω, Δεν απατά, και δεν γυρνά, κι' ατέλειωτον δεν μένει.