United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατέβησαν κάτω εις το ρεύμα, χωρίς ν' ακούωσι φωνάς, και ήρχισαν να υποπτεύωσιν ότι ο πρώτος βοσκός ίσως είχεν &αυτιασθή&, και είχεν ακούσει φωνάς μη υπαρχούσας πράγματι. Αλλ' ο αιπόλος διεμαρτύρετο λέγων ότι δεν ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει ευκρινώς φωνήν λέγουσαν: «Πού είσαστε; Πού είσαστεΔιά να βεβαιωθή έτι μάλλον αυτός πείθων και τους άλλους, ο βοσκός ήρχισε να φωνάζη: Ε! δω είμαστε!

Τις παρεκτροπές μου πως κάποτε από ένα ποτήρι κρασί παρασύρομαι και πίνω ένα μπουκαλάκι! Μη το κάνετε! είπε· να συλλογισθήτε την Καρολίνα! Να συλλογισθώ! είπα· και είναι ανάγκη να μου το διδάξετε αυτό ; Συλλογίζομαι! — δεν συλλογίζομαι. Είσαστε πάντα στην ψυχή μου.

Μπορούμε ακόμη και πλούσιοι να γίνουμε, μπαρμπα-Έφις, ποιος ξέρει; Όλα μπορούν να γίνουν σ’ αυτόν τον κόσμο∙ πιστεύω πως όλα μπορούν να γίνουν.» «Μήπως δεν είσαστε κιόλας πλούσιοι; Ποιοι είναι πλουσιότεροι από εσάςΈσκυψε επάνω του, χαριτωμένη και παιδούλα, όπως ήταν κάποτε. «Αυτό έλεγα κι εγώ πάντα!

Μήστητί μου Κύριε! Δεν παίρνεις κανένα κοριτσάκι να σου βοηθάη στη χοντρή δουλειά, αφού δεν έχεις την υγειά σου ; Εσείς τον τρόπο σας τον έχετε. Ναν’ καλά ο άντρας σου! Δυό νοματέοι είσαστε. Από παιδιά κι από σκυλλιά έτσι κ’ έτσι δεν έχεις φόβο. Αυτό να το βγάλης απ’ το νου σου.

Πώς! Είσαστε σεις εκείνη η μικρούλα πριγκηπέσσα, που την ανάθρεψα ως την ηλικία των έξη χρονών και που φαινόταν από τότε, πως θα γινότανε τόσο ωραία, όσο είστε σεις; — Είμαι η ίδια! Η μητέρα μου τετρακόσια βήματα από δω, είναι κομματάκια κάτου από ένα σωρό πτώματα. Του διηγήθηκα, τι μας συνέβη.

Κι' αφού το πράμα τώρα αυτό επήρε τέτοιο δρόμο, γιατί, εφοβήθη μήπως σε η μάννα σε σκοτώση, ή μήπως τη σκοτώσης συ, άλλαξε τη βουλή του, γιατ' ήθελε της μάννας σου τη γνωριμιά να κάμης, όταν θα είσαστε κι' οι δυο φτασμένοι στην Αθήνα, κρατώντας μυστικό πως συ γεννήθης από τούτη και είχες τον Απόλλωνα το Φοίβο για πατέρα.

Οι ναύτες άπλωναν κι' όλα τα πανιά, και σήκωναν την άγκυρα για ν' αρμενίσουν στην ανοιχτή θάλασσα. «Ο Θεός να σας φυλάη, άρχοντες, ο Θεός να σας βοηθήση να κάνετε καλό ταξείδι. Για ποιον τόπο είσαστε; — Για το Τινταγκέλ. — Για το Τινταγκέλ; Α! άρχοντες πάρτε με και μένα!». Μπαίνει μέσα. Ευνοϊκός αέρας φουσκώνει τα πανιά, το καράβι τρέχει στα κύμματα.

Περιμέναμε τόση ώρα εδώ, μουρμούριζε ο Ούλοφ. Πού είσαστε; — Διαβάζαμε το βιβλίο του πατέρα, απαντούσε η μαμά. — Δεν μπορούσατε να περιμείνετε να φάμε πρώτα; — Όχι, δεν μπορούσαμε. — Θα είναι αστείο βιβλίο, έλεγε ο Ούλοφ. Μα ο Σβάντε, που δεν ήξερε να συλλαβίση ακόμα, έπαιρνε στην προστασία του το άγνωστο βιβλίο του πατέρα και, όπως πάντα, έμπαινε η μητέρα στη μέση κ' ησύχαζε τα ταραγμένα νερά.

Μα εδώ από σας κι' όσοι είσαστε των Αχαιών οι πρώτοι, κανείς τον Έχτορα όρεξη δεν έχει ν' αντικρύσει160 Έτσι τους μάλωσε, κι' εννιά σηκώνουνται όλοι όλοι.

Δεν είσαστε τυχεροί εδώ, γιατί ναι φτωχό το χωριό, μα κάθε αλλού θα φιλοξενηθήτε, όπως σας αξίζει. Ο Κακαμπός εξηγούσε στον Αγαθούλη όλα τα λόγια του ξενοδόχου κι' ο Αγαθούλης τον άκουε με τον ίδιο θαυμασμό και το ίδιο ξάφνισμα, που ο φίλος του Κακαμπός του τα μετάδινε.