Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Σκηνή Β'. Αι άνω και η κερά Ρήνα Έπειτα, ο κ. και η Μεμιδώφ. Κ ε ρ ά Ρ ή ν η. Έφεραν το παληό κρασί για τον κύριο. Κυτάξετε να είσαστε γελαστές, τώρα που θα κατέβη ο κύριος, γιατ' είναι με τα νεύρα του· ξέρετε, γιατί είπεν η γιαγιά, πως κακοκοιμήθηκε την νύχτα. Λ έ λ α. Και ύστερα παραξενεύονται, γιατί δεν χωνεύω όλα αυτά.

Κι' όλοι στον κάμπο, βαστώντας τα μπαστούνια τους και της μαγκούρες τους, πηδούν, παίζουν, και χορεύουν στη σκιά των μεγάλων δέντρων. Αλλά τους άφησα για νάρθω εδώ. Γιατί οφείλω το βράδυ να σερβίρω στο τραπέζι του Βασιληά». Ο πορτιέρης του είπε: «Έμπάτε λοιπόν, άρχοντα, γυιέ του Ούργκαν του τριχωτού. Είσαστε μεγαλόσωμος και τριχωτός, και μοιάζετε αρκετά του πατέρα σας».

Ο ιερεύς εστράφη. — Τι τρέχει; — Δε ξέρου τι να είνε, είπεν ο βοσκός... βαθειά κάτ' χουιάζει... «πού είσαστε, πού είσαστεΝα πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ; — Να πας. Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας λαμπάδας των κι' έτρεξαν έξω.

Πρέπει να τον αγαπάτε πολύ. ΜΙΣΤΡΑΣΈκαμα, κυρά μου, ό,τι μπόρεσα, καθώς είδατε. Όταν έγεινε το κ ά ζ ο εσείς είσαστε πέρα στο νησάκι με τον Τάσσο και την κόρη του. Έκανα ό,τι μπόρεσα σ' αυτή τη δυστυχισμένη και αφού ειδοποίησα όσους μπόρεσα να κρατήσουνε το πράμα μυστικό, έτρεξα κατευθείαν στο νησάκι. Σας επήρα.

Ωραία, είναι πολύς καιρός που το ξέρω τόνομά σου. Ορκίζομαι στα μαλλιά μου που άλλοτε ήτανε ξανθά, ότι αν το λογικό έφυγε απ' αυτό το κεφάλι, σεις είσαστε η αιτία, ωραία. Σεις δεν ωφείλατε να φυλάχτε το ποτό που ήπια στην ανοιχτή θάλασσα; Το ήπια, με τη μεγάλη ζέστη, σ' ένα χρυσό ποτήρι, κ' έπειτα τώδωσα στην Ιζόλδη. Σεις μόνη το μάθατε, ωραία. Δε θυμόσαστε πεια;

Κι' ο ένας κι' ο άλλος, προσφέροντας αυτές τις λέξεις, κυτταζόντανε με μια υπέρτατη απορία και μια συγκίνηση, που δεν μπορούσανε να την κρύψουν. — Κι' από πιο μέρος της Γερμανίας είσαστε, τούπε ο Ιησουίτης. — Από τη βρωμοεπαρχία της Βεστφαλίας, είπεν ο Αγαθούλης. Γεννήθηκα στον πύργο του Τούντερ-τεν-τρονκ. — Ουρανέ! είναι δυνατόν, φώναξε ο διοικητής. — Τι θαύμα! φώναξε ο Αγαθούλης.

Οι δερβισάδες και ο Καλίφης αλληλοκοιταχτήκανε και άρχισαν τα ψιθυρίσματα, χωρίς να τους ακούν οι Ζωηδία και η Σεραφεία που περιποιόντουσαν την αδελφή τους που ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. «Τι σημαίνουν όλα αυτάΡώτησε ο Καλίφης. «ούτε εμείς γνωρίζουμε», απάντησε ο δερβίσης στον οποίο είχε απευθύνει τον λόγο. «Τι! Μα δεν είσαστε του σπιτιού

Είπε ότι είσαστε ωργισμένη εξ αιτίας αυτού μοναχά του αδικήματος: ξεσχίσατε στη θάλασσα ένα πουκάμισο άσπρο σαν το χιόνι που φέρνατε από την Ιρλανδία, και σας δάνεισε το δικό της τη βραδυά των γάμων σας. Αυτό ήταν, έλεγε, το μόνο της έγκλημα. Είπε την ευγνωμοσύνη της σε σας για τόσα καλά που της κάνατε, και παρακάλεσε το Θεό να προστατεύση την τιμή σας και τη ζωή σας.

Γράφω και στο Φιγκαρό, στο Βολταίρο. Αι φιλολογικαί ΣυνεντεύξειςΤώρα, δια τους συγχρόνους Έλληνας συγγραφείς δεν θα μου πήτε την γνώμην σας; — Α! όχιόσα είχα να πω, τα είπα· έστειλα κιόλας γράμμα στο Άστυ. Εσείς δεν είσαστε ο Μποέμ; — Μάλιστα! — Κάματε πολύ κακά να τις γράψετε τις ιντερβιούδες σας, έτσι. Ό τι σας έλεγαν, το γράφατε. Μα πήγατε και κρυφά σε μερικούς.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν