Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Είδες τονε, είδες τονε; — Είδα τονε. — Κ' ίντα φορούσε; — Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα. — Κι' ακόμα δεν την έβαψε;!... Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη μηχανή στην πλώρη, έρριξεν αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί.

Φτάνουνε τα όσα μούχει αξωμένα. Να μάθω 'γώ άλλη φορά πως επέρασες το κατώφιλο του σπιτιού τση και θα δη είντα θα τση κάμω! Μουδέ το χάλη τση θα λογαριάσω, μουδ' είντα θα πη ο κόσμος. Για πε μου θα πας; — Μια βολά, δε σούπα; Όντε θα πάω στη χώρα. Κιως τόσο θα γιάνη. — Κιαμέ δε θα γιάνη; Οι ποθαμένοι γιάνουνε; Αυτή 'ν' από' δα ποθαμένη. Δεν την είδες;

Δος μου ογλήγορα το άλογον, λέγει προς τον σκλάβον του, διά να ακολουθήσω αυτόν τον άθλιον, να κάμω την ξεδίκησίν μου· και ούτω καβαλλικεύοντας το άλογόν του τον κατατρέχει με τον τρόπον που τον είδες, και εξοπίσω του τον ακολουθώ.

Αλυσσίδες βαρυές στα χέρια του κρεμάσαν; Στέκεται γερά ή λιγοθύμησεν ο γυόκας μου; Θα βαστάξω κλειστά τα μάτια μου από τον τρόμο. Λέγε μου τι είδες, γειτόνισσα που με κρατάς από το χέρι; Β'. ΜΑΝΝΑ. Στα λυπητερά τα λόγια της, απάντησι να δώσω δεν αντέχω κι' όλο τα μάγουλά μου με τα δάκρυα μου βρέχω.

Αυτοί, χωρίς να χάσουν καιρόν, εγύρισαν τρέχοντες από την ίδιαν στράταν που είχαν έλθει· και όταν απεμακρύνθησαν απ' εκείνον τον τόπον και δεν εφαίνετο πλέον το Τελώνιον, ούτε εκείνη η γυναίκα, τότε λέγει ο Αϊδήν προς τον αδελφόν του· πώς σου φαίνεται, ω Σχαζινάν, με το συμβάν που μας ακολούθησεν; είδες τι εμπιστευμένην γυναίκα έχει εκείνο το Τελώνιον αν και είναι τόσον φοβερόν; Λέγει ο Σχαζηνάν· η πονηρία των γυναικών δεν έχει παρομοίωσιν και τούτο που μας εσυνέβη δεν υπερβαίνει πολύ το κάμωμα των ιδικών μας γυναικών.

Η ίδια. Οι δυο γειτόνισσες βγαίνουν από την πόρτα της Πιπινιώς. Περμ. Ανάθεμά σε παλιογλωσσού, που πήρες έτσι στο λαιμό σου το παινεμένο μας το κορίτσι. Και δεν είδες πως κλείστηκε μέσα δίχως μήτε ματιά να του ρίξη; Έτσι μου θάρρεψες πως είνε σαν τη μούρη σου κ' οι αρχόντισσες!

Νά ο μεσονύκτης! είπε και ο άλλος ποιμήν, παρακολουθών τον σύντροφόν του εις την πρακτικήν ταύτην αλλ' ακριβή αστρολογίαν. Και τους είδες τότε εκεί τους σκαιούς αυτούς ποιμένας ν' αποκαλυφθώσιν ευλαβώς και να προσκυνώσιν επί τινας στιγμάς εν κατανύξει, γονατισμένοι, ως να παρίσταντο μυστηριωδώς εν τη εβραϊκή Βηθλεέμ εις την θείαν του Σωτήρος γέννησιν. — Χριστούγεννα! Χριστούγεννα!

Δεν τον είδες πώς παραμιλεί πάντα του; με τις νεράιδες μιλεί. — Και τα χέρια του γιάντα τρέμουν ετσά; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Λένε πώς εσκότωσε μια σουρσουράδα. Λένε πως όποιος σκοτώση, λέει, σουρσουράδα τρέμουν ύστερα τα χέρια του σαν την ορά τση. Όταν εχωρίσθησαν, είχε νυκτώσει εντελώς και η Πηγή καλονυκτίζουσα τον Σαϊτονικολήν, έσκυψε με ταχύ κίνημα κ' εφίλησε το χέρι του.

Ο Χίλων απεκρίθη: — Δεν δύναμαι, αυθέντα! Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη. — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ όπως και εκείνοι; Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε: — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . . Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.

Είδες το λαγουδάκι πώς τρέμει και σπαρταρά κάτου από το χνώτο του λαγωνικού; Έτσι έμοιαζε η Ελπίδα που ένοιωθε κοντά της το Δημητράκη. Άξαφνα όμως αντρειεύτηκε· έσεισε πεισματικά το κορμί και τινάχτηκε ολόρθη, στυλώνοντας απάνου του μάτια αυστηρά και παραπονιάρικα. Ο νέος αιστάνθηκε τη ματιά εκείνη σαν δάκρυ αρμυρό και πικρό στα φυλλοκάρδια του.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν