Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
— Ω διάβολε! χιλίων ειδών λόγια μου λες. Με είδες ή δεν με είδες; — Σε είδα... δεν σε είδα... είπε διστάζων ο Τρέκλας. — Με είδες, δεν με είδες; — Δεν σε είδα, είπε τέλος ο Τρέκλας. — Λοιπόν εκοιμάσο; — Τώρα ήλθα. — Πρωτήτερα έλεγες ότι εκοιμάσο. — Εκοιμώμουν, είπεν ο Τρέκλας. — Αλλ' αφού ήλθες τώρα, πώς γίνεται να εκοιμάσο; Ή μην ήλθες κοιμώμενος; — Ναι, αυτό είνε, είπεν ο Τρέκλας.
Δυο χιλιάδες χρόνια έκαμε να τρέξη από την Ανατολή στη Δύση, και Θεός το ξέρει πόσα θα περάσουν ώσπου να ξαναγυρίση το φως στην Ανατολή! Πες μου αν το είδες ποτέ σου τέτοιο κακό!
Άκουσε με τώρα, ενθυμείσαι την ημέραν οπού επήγαμεν μαζί εις του Αούλου Πλαυτίου; Εκεί είδες διά πρώτην φοράν μίαν θεάν κόρην, την οποίαν ωνόμαζες συ αυτός Ηώ και Έαρ. Ενθυμείσαι την ψυχήν εκείνην, την απαράμιλλον, την ωραιοτέραν των παρθένων και όλων των θεαινών σας; — Τι λέγεις; Βεβαίως ενθυμούμαι την Λίγειαν. — Η Λίγεια είναι μνηστή μου.
ΠΡΩΤ. Δεν γνωρίζω, Μενέλαε, εις ποίον άλλον δύνασαι να πιστεύσης, αφού δεν πιστεύεις τα μάτια σου. ΜΕΝ. Είδα, αλλ' είνε απίστευτον και τερατώδες ο ίδιος να είσαι φωτιά και νερόν. 5. &Πανόπης και Γαλήνης.& ΠΑΝ. Είδες, ω Γαλήνη, χθες τι έκαμεν η Έρις εις την Θεσσαλίαν κατά το δείπνον, διότι δεν είχε προσκληθή και αυτή;
« Ακόμα δε μ' εγνώρισες; — » Με ερωτά — δε μ' είδες; » » — Διστάζω ακόμα, μάνα μου, » Να σου το 'πώ, διστάζω, » Γιατ' άλλη, άλλη σ' ήξερα, » Και άλλη σε κυττάζω· » Της γνωριμιάς σου, μάνα μου, » Μ' έφυγαν αι ελπίδες. — »
Μερικές φορές μοιάζουν με στοιχειά» ξαναείπε, ενώ ο Τζατσίντο ξάπλωνε πάλι καταγής σιωπηλός. «Είδες τι μακρουλές που ήταν; Τρώνε τα άγουρα σταφύλια σαν διαβόλοι….» Ο Τζατσίντο όμως δεν μιλούσε πια.
Αν με κρατήση άντρα της η Μπαρμπαριά, κάμε τα προικιά να τα χαρής με άλλον τυχερώτερον και καλήτερό μου. Είδες τι γίνεται όταν μισεύουν τα σφουγγαράδικα. Έτσι και καλήτερα εγινόταν στον καιρό μας. Όλο το νησί έτρεχε στο ακρωτήρι να τους κατευοδώση. Τρομπόνια, καμπάνες, βιολιά, τραγούδια επλάνταζαν τον άστατον αέρα περίγυρα. Γλέντι μαζί και σύγκρυο.
Κάθησε, συλλογίστηκε λιγάκι, σαν να πετούσε ο νους της στα περασμένα, αναστέναξε και άρχισε το παραμύθι, όπως πάντα. — Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας. Στριμωχθήκαμε όλοι γύρω της κ' εγώ ακούμπησα σαν πάντα στα γόνατά της και την κύτταζα στα μάτια. — Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε μια μεγάλη βασίλισσα... — Την είδες με τα μάτια σου, γιαγιά;.. — Την είδα, παιδάκια μου.
Η λευκή οθόνη, διά της οποίας ο Γεροθανάσης είχε καλύψει το πρόσωπον του ασθενούς, έκειτο εκεί ερριμμένη παρά τους πόδας του. Ο χωρικός απεσύρθη ησύχως και επέστρεψε προς την είσοδον. Η παππαδιά ακίνητος επί της πέτρας, ακολουθούσα διά των οφθαλμών τας κινήσεις του, επερίμενε την επιστροφήν του. — Τι είδες; ηρώτησε. — Τίποτε.
Έρχονται ταχτικοί!. . . Να μην πης πως με είδες! — Ταχτικοί; — Να μη με μαρτυρήσης παιδί μου, χάνομαι! Ησύχασε! Αν γλυτώσω τώρα, την νύχτα θα 'ρθώ στο καλύβι σας . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν