Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Κατέβαινε, μετά τη λειτουργία, μια σειρά από χωριατοπούλες, όμορφες σαν τα τριαντάφυλλα, η μια κολλητά στην άλλη, όλο γέλια. «Είδες εκείνο το χοντρό που μετάλαβε;» , είπε μια. «Είναι ένας ευγενής, πολύ πλούσιος, που του έχουν κάνει μάγια.» «Ναι, το ξέρω.

Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ' ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σ ο υ ρ β ι έ ς και σ ο ύ ρ β ι ζ α ν τους ανθρώπους μέσ' στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα στην ράχη και να τον σουρβίζης: Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γεια και δύναμι, και του χρόν' γεροίΈτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια.

Λέγει της το Τελώνιον· λοιπόν λάβε τούτο το σπαθί και θανάτωσέ τον, εάν δεν τον είδες ποτέ.

Ετούτο είνε, αφέντη μου, εκείνο που επιθυμάτε να ηξεύρετε διά ιστορίαν και εις το εξής μη θαυμάσης τόσον διά τα δώρα που σου έκαμα, ούτε διά εκείνα όλα που είδες εις το σπήτι μου.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Καλήν την είδες, επειδή κοντά δεν ήτον άλλη, και μόνην την εζύγιζες και εις τα δυο σου 'μάτια. Αλλ' αν εις την κρυστάλλινην αυτήν την ζυγαριάν σου ζυγίσης την αγάπην σου και με καμμίαν άλλην, από αυτάς πουτον χορόν να λάμπουν θα σου δείξω, εκείνη, που καλλίτερην την έχεις, θα ξεπέση.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 315 «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπης του πατρός μου. μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου, η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βώδια, 320 οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου. για τούτο τώρα σου 'πεσατα γόνατα, να μάθω πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα. 325 μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνης, αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα• ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας λόγον ή πράξι εδέχθηκε, κ' ετέλειωσε για σένα, 'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 330 τώρα να μου τα θυμηθής, και ειπέ μου την αλήθεια».

Όταν είδε και τις γυναίκες, εξεστάθηκε κιαρώτησε τον πατέρα του τι ήσαν. «Αυτοί, παιδί μου, είν' οι δαιμόνοι», τούπε ο πατέρας του, για να τον φοβίση, γιατ' είδε πως τούκαμαν μεγάλην εντύπωσιν. Όταν εγύρισαν πίσω στον πύργον των, ο πατέρας του είπε: «Απ' όλα τα πράμματα που είδες στην πολιτεία, γυιέ μου, ποια σου άρεσαν καλλίτερα, για να σου τα φέρω;» — «Οι δαιμόνοι», αποκρίθηκε ο νέος αμέσως.

Σε ποιο μέρος; — Σε μια καλύβα, στο Μορουά. Κοιμούνται αγκαλιασμένοι. Έλα γρήγορα, αν θέλης να πάρης εκδίκησι. — Πήγαινε να με περιμένης στην είσοδο του δάσους, κοντά στον Κόκκινο σταυρό. Μην πης μιλιά σε κανένα για ό,τι είδες. Θα σου δώσω χρυσάφι και ασήμι, όσο θέλης. Ο δασοφύλακας πηγαίνει και κάθεται κάτω από τον Κόκκινο Σταυρό. Καταραμένος νάναι ο σπιούνος!

Μα κ' εγώ δεν 'μπορείς νάχης παράπονο. — Όχι· και είδες ζήλια που την έχουν οι άλλοι; όλο να μας βάνουν σε διχόνοια θέλουν. — Ναι μάλιστα εκείνος ο Απρίλης! εγώ δεν τον χωνεύω· αν ήταν τρόπος να φύγη από 'πάνω μας. Ο Μάρτης εμειδίασε πονηρώς.

Την είδαμε ολόγυμνη, μ' όλα της τα ψεγάδια, κι όχι για να γελάσουμε, μόνο να δούμε αν αυτά τα ψεγάδια τής έχουνε στρεβλωμένη την ομορφιά, ή να μην είναι της επιφάνειας ψεγάδια, ίσως της αλυσίδας σημάδια. Η ομορφιά του κορμιού της δε χάθηκε, όχι· και μήτε θα λείψη, όσο αναπνέει και ζη. Όλοι αυτοί που τους είδες παραταγμένους, όλοι τους είναι Ρωμιοί.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν