Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Ο Επιφάνιος ήτο δευτερότοκος υιός του Δημητράκη, τον οποίον αυτός είχεν επονομάσει Λογιώτατον, και το επίθετον αυτό εκόλλησεν επάνω του και του έμεινεν. Ο νέος είχε σπουδάσει στ' Αμπελάκια, στα Γιάννενα και κάπου αλλού, όπου τον είχε στείλει ο πατήρ του.
— Αγκαλά, κυρ Δημητράκη, κι' ο γυιος σου, καθώς έμαθα, ο Αγάλλος ήταν από διαβάτ' κι' αυτός, είπεν ο Καπετάν Πέρρος, ήταν μαζί με το τσούρμο. — Ποιο τσούρμο, καπετάν Πέρρο· στο καράβι είν' ο νους σ'; — Μαζί μ' αυτούς που έκαναν την πατινάδα, ηρμήνευσεν ο παπά- Ζαχαρίας. Κ' εγώ τ' άκουσα, κυρ Δημητράκη. — Τι λες, παπά; — Το ναι, ναι, και τo ου, ου, επέμεινεν ο παπάς.
«'Σάν 'τ άκουσε ο Αβδή-πασσάς » Πέντε χιλιάδες σέρει, » Και 'βγαίνει 'πό τα Γιάννινα » Όλος χαρά το βράδυ, » Κοντά προς τα μεσάνυχτα » Μ' ένα βαθύ σκοτάδι . . . » Τα κοντοράχια έπιασε » Του Κουτσελιού τ' ασκέρι. . « Εκειό το βράδυ 'μάλωσα » Βαρειά με το παιδί μου, » Το Δημητράκη, ήλθαμε «'Σε σκοτωμό.
Πολλές φορές έμπαιναν και στο χωριό, ανακατώνονταν στα σπίτια, σε χαρά και σε λύπη, σε γάμους και τραπέζια, σε πανηγύρια, ακόμα και στα μαλώματα. Όλοι την ήξεραν την Ελπίδα κι όλοι την καλοδέχονταν. Μικροί μεγάλοι την αγαπούσαν· φτωχοί και πλούσιοι την είχαν πάσα ημέρα στα χείλη τους. Μια τέτοια ζωή άλλαξε σημαντικά το Δημητράκη. Η κόρη με τ' απλά λόγια της, ξύπνησε μέσα του κάποια νέα σκέψη.
Η Ελπίδα είχε στα δεξιά της τον Αλαμάνο και σταριστερά το Δημητράκη. Ο Αριστόδημος κάθισε ανάμεσα στο γιο του Χαγάνου και στο Θεομίσητο. Τις άλλες θέσες τις είχαν ο Ζάρακας, ο Γλάμης, ο Περαχώρας, ο Γκενεβέζος, κι' άλλοι. Έξω στην ταράτσα και κάτω στην αυλή οι κολλήγοι ετρωγόπιναν και τραγουδούσαν παινέματα για τη νύφη και για τον γαμπρό. Κάθε τόσο έφταναν απάνω σαν ομοβροντία οι φωνές τους.
— Δε μου λες· από τους άλλους δεν είχατε τίποτε; στάθηκε άξαφνα και ρώτησε το Δημητράκη. — Ποιους άλλους ; — Να· τον Περαχώρα. .. το Γκενεβέζο... — Όχι. — Περίεργο! πολύ περίεργο!... τους περιποιήθηκα τόσο και να μη στείλουν ένα γράμμα! Κι άρχισε πάλε το σουλάτσο του νευρικός, μασώντας το πούρο του, τρικλίζοντας κάποτε και συχνοψιθυρίζοντας: — Ούτ' ένα γράμμα!... ούτ' ένα γράμμα! περίεργο!
Καλλίτερα να τα λέμε μπροστά, κυρ Δημητράκη. Να μη γνέφη τινάς οφθαλμώ μετά δόλου, λέγει ο σοφός Σολομών. Ο &ελέγχων& μετά παρρησίας &ειρηνοποιεί&. — Εγώ τώρα τ' ακούω αυτό, επανέλαβε κατηφής ο κυρ Δημητράκης. — Γιατί στερνά τα μαθαίνει όλα κείνος οπού έπρεπε πρώτος να τα ξέρη, είπεν ο παπάς. Και &έσονται οι πρώτοι έσχατοι.&
— Αχ! πώς με στενοχωρείς, Δημητράκη! υπέλαβε γογγύζουσα η κυρία Παρδαλού, και λαβούσα έν κηρίον επορεύθη εις το δωμάτιόν της. — Σεις πηγαίνετε να πλαγιάσετε, αφού μελετήσετε πρώτον τα μαθήματά σας, είπεν ο κύριος Παρδαλός προς τους υιούς του, και κυττάξετε να μην πιασθήτε, γιατί . . . αι! τόσο μόνον σας λέγω.
Μεταξύ των ψαλέντων ασμάτων ο Αγάλλος αυτοσχεδίασε το εξής: Στην Αφρική είν' ένα νερό, καινούργιο συντριβάνι· ποιος έχει αγάπη στην καρδιά ας πα να πιη να γιάνη. Την πρωίαν εις το Κιόσκι μακρός λόγος έγεινεν εις το σύνηθες συμβούλιον των προεστών, σχετικώς με την διαγωγήν της νεολαίας, και μάλιστα περί του άρτι παλινοστήσαντος υιού του κυρ Δημητράκη.
Σύγκαιρα το Δημητράκη τον κυρίεψε παράδοξη ανησυχία. Τα νεύρα του έτρεμαν, σαν το βελόνι που το πλησιάζει ο μαγνήτης. Ένα κεφάλι κόρης εφάνηκε στην αντικρυνή μάντρα, μισοκρυμμένο στα φύλλα μιας καστανιάς. Μαύρα μαλλιά πέφτανε ζερβόδεξα κυματιστά και λαμπερά. Το σταράτο πρόσωπο, στολισμένο με μαύρα φρύδια σμιχτά και ισκιερά ματόκλαδα καθρέφτιζε γαληνεμένη θάλασσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν