Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Ενώ εκείν' οι άλλοι ούτ' ένα γράμμα δεν έστειλαν ούτ' ένα γράμμα! Τι θα ειπή; μπορούσαν νάχουν όσο ήθελαν αντίθετες ιδέες με το Δημητράκη. Άσε πούπρεπε ναρθούνε και στο γάμο· μα ούτ' ένα γράμμα! — Εντούτοις τους περιποιήθηκα τόσο! Έκαμα τόσας θυσίας προς χάριν τους· αχάριστοι! Είπε πικροκαταπίνοντας.

Οι σπαθισμένες κολλώνες του, έλεγες πως στήριζαν τον ουρανό. — Δε σου φαίνεται πως και τα δυο βγήκαν απ' τον ίδιον τεχνίτη ; ρώτησε η κόρη το Δημητράκη, δείχνοντας τα χαλάσματα και το παλάτι της Πεντάμορφης. — Ναι· μοιάζουνε σαν πατέρας με παιδί, είπε κυττάζοντάς τα στοχαστικά. Αχ, πώς ήθελα να σκότωνα τον πατέρα! πρόσθεσε άξαφνα. Να μπορούσα να τον σκότωνα!

Πήγαινε βγάλ' τον, Δημητράκη, αν αγαπάς τον Θεόν, λέγει, συγκεκινημένη ήδη, η Κυρία Παρδαλού προς τον σύζυγόν της· πήγαινε βγάλ' τον· αρκετά ετιμωρήθη ως τώρα. — Κάμνε την δουλειά σου, σε παρακαλώ, απαντά εκείνος σοβαρώς· άφησέ τον να εννοήση το σφάλμα του και να διορθωθή, Δεν παθαίνει τίποτε, . . μη φοβήσαι.

Τον αγαπούσε, και μάλιστα, καθώς είδαμε, σαν είδος αδερφή του. Έτσι τον είχε και στο νου του και στην καρδιά του, σα γυναίκα. Για δαύτο δα το θάρρειε και χρέος του να τονε νοιάζεται και να τον αρμηνεύη. — Έχω να σου πω και να σου πω, Δημητράκη μου, κάνει ο Μιχάλης, που θα γενή περιβόλι η καρδιά σου.

Οι δύο καθηγητές κι ο Αριστόδημος γύρισαν κ' είδαν τον Αλαμάνο. Είχε αφημένη τη μελέτη του και κύτταζε το Δημητράκη με περιέργεια. Από την ώρα που φάνηκε στο κατώφλι ο νέος του έκαμε εντύπωση. Είχε γερή κορμοστασιά και ολανθισμένα νιάτα. Τα μαύρα του μαλλιά έπεφταν άταχτα στον τράχηλό του σαν φλέβες στο μάρμαρο· τα μάτια του ήταν γεμάτα τόλμη και απόφαση.

— Κ' εγώ λυπούμαι που φεύγω· είπε στον Αριστόδημο, όταν τον αποχαιρέτησε. Μα να έχετε πεποίθηση πως κι' από μακρυά θα παρακολουθώ την αγαπημένη πατρίδα σας. Εκείνο που θα λάβω την τόλμη να σας συστήσωκαι να ξέρετε πως τη σύσταση την κάνει αληθινός φίλος σαςείνε ν' ακούσετε τη μάννα σας και το Δημητράκη. Φροντίστε ν' αγαπήσετε με την Ελπίδα.

Τα πήραμε γιατ' είμαστ' Ευμορφόπουλοι!... Η κυρά Πανώρια, βλέποντάς τον έτσι εσώπαινε· δεν ήθελε να τον δυσαρεστήση. Μα δεν παραδεχότανε και τα λόγια του. Πήγαινε συχνά στο σπίτι της Ελπίδας. Έπαιρνε μάλιστα και το Δημητράκη μαζί της, όσο ήταν μικρός και παίζανε τα δυο παιδιά. Μα εκείνος όσο μεγάλωνε μπολιαζότανε από τα λόγια τ' αδερφού του. Δεν ξαναπήγε μαζί της· δεν ήθελε να την ξέρη.

Το χτήμα κατακυρώθηκε στ' όνομά σου· να το χαίρεσαι. Τι μας φταίν' οι ξένοι σα δεν μπορούμε μεις να κυβερνηθούμε. — Δε γύρεψα παρά τα λεφτά μου, σε βεβαιώνω, είπε ο Κουρδουκέφαλος γυρίζοντας στο Δημητράκη. Εγώ, ξέρεις, τη φαμίλια σου την εχτιμώ· τους προγόνους σας τους θαμάζω. Ό,τι ανθρωπισμό έχουμε σήμερα σε κείνους τον χρωστάμε. Μα τι να κάμω; άνθρωπος είμαι και γω. Θέλω τα λεφτά μου να ζήσω.

Κι ο Χαγάνος δε θα μας τόκανε τέτοιο κακό! . . . Και μαζί με το Δημητράκη φύγανε από το χτήμα· φύγανε κι από το σπίτι τους. Δε θέλουν να τον ξέρουνε τον Αριστόδημο. Ο Χαγάνος άκουσε προσεχτικά τα λόγια του δούλου του. Έπειτα έβαλε τα γέλοια. — Δεν είνε για ζωή κι αυτός· εσυμπέρανε, δεν είνε για ζωή. Κρίμα στον πατέρα του· μα ένας ήταν κι αυτός. Οι άλλοι ξέπεσμα, ξέπεσμα! δε θέλει λύπηση ...

Στο χτήμα του ήταν, μα κατάντησε σήμερα ζητιάνος. — Τα λόγια σου, Δημητράκη, είνε σωστά και φρόνιμα· τον έκοψε με ταπεινοσύνη η κόρη. Μα στον αδερφό σου δεν έφταιξε η γενιά του ούτε τα μεγαλεία της. — Το ξέρεις καλήτερ' από μένα. Έφταιξε ο δρόμος που πήρε. Άγιος ήταν κ' εκεινού ο σκοπός όπως κι ο δικός σου· μα πλανεύτηκε στα μέσα. Εσύ όμως δε θα φερθής έτσι.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν