Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Αυτή η κεφαλή η άδεια πενήντα λεπτά, αυτή η κεφαλή γεμάτη αέρα μια δραχμή . . . . Μια πεντάρα η πάπια, μια πεντάρα η χήνα, μια πεντάρα ο πετεινός. Όλα τα πουλερικά μια πεντάρα. Κι' όλα τα άλλα ζώα και τα ανθρωπάκια μια δεκάρα. — Τώρα τώκαμες ρόιδο! Στάσου να τα γράψω. — Τι κουτός που είσαι; Κυττάζουν τέτοια μέρα τιμολόγια; Όσα θέλεις λέγε, και όσα θέλεις παίρνε.
Και όμως ωρκίσθην σήμερον το πρωί να μην υπάγω εκεί πέρα, και όμως πηγαίνω κάθε στιγμήν εις το παράθυρον, διά να ίδω πόσον υψηλά είναι ακόμη ο ήλιος. Δεν ημπόρεσα να κατανικήσω τον εαυτόν μου, έπρεπε να υπάγω έξω προς αυτήν. Ιδού, επέστρεψα Γουλιέλμε, θα φάγω το βουτυρόψωμο ως δείπνον, και θα σου γράψω.
ΑΝΑΤ. Εμένα πατέρα μου είναι τρία χρόνια πέτανε... βιος πολύ άφηκε — κολυβά του, μολύβα του ιψυχικά του φαλάν φιλάν ούλα έκαμα — τώρα τα βάνω μια πέτρα μεάλη μνήμα του απάνου, τα γράψω, ιστέ ήτανε καλό άντρωπο, ήτανε ραϊτζή, όποιος γλέπει να λέη τεός χωρέστο, άκουσες; τζάνουμ ένα τέτοιο να γράψης εγώ κόπου σου πλερόνω. ΛΟΓ. Επιτύμβιον τοιγαρούν ποιητέον — και δη ποιήσω διά στίχων — ούτω βούλει;
Ησυχία, γαλήνη με περεχύνει. Γίνουμαι σαν τους ολύμπιους θεούς. Δεν το λέω για μένα μόνο, και δίχως περηφάνεια το λέω· το λέω για όλους μας εμάς που γράφουμε τη γλώσσα του λαού και χτίζουμε στην Ελλάδα την εθνική φιλολογία. Έχουμε ολύμπια δώματα σαν τους θεούς. Αιώνια παλάτια. Μάρμαρο η κάθε λέξη. Τη γράφω κι ανατριχιάζω — Ό τι πω, είναι για τους αιώνες. Ρωμαίικα να γράψω, λειτουργώ.
Θα κλέψω όμως ολίγον καιρό, τόρα που το Α θ ή ν α ι μας σχίζει υπερήφανο τα γαλανά νερά του κόρφου της Θεσσαλονίκης και η γαλανόλευκη σημαία του στέλνει δεξιά και αριστερά αδελφικά χαιρετίσματα 'ς την Κασσάνδρα, την πολύκαρπη και τον ολόχιονον Όλυμπο, να γράψω ολίγες λέξεις γι' αυτό και ν' αφήσω για το μέλλον — πάντα για το μέλλον, ωιμέ! — κάθε φιλολογικό ζήτημα.
Η δυνατότερη αγάπη είναι κείνη που φέρνει πόνο, ίσια ίσια γιατί γίνεται πάντα δυνατότερη. Μα θέλω να τα ιστορήσω εξαρχής και να διηγηθώ όλα όσα κλείνει το βιβλίο αυτό, όπως διηγούνται ένα όνειρο. Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο στον αναγνώστη — όλα αυτά δεν είναι τίποτες άλλο παρά το βιβλίο, που με παρακάλεσε να γράψω ο μικρός αδερφός.
Άλλο δεν ήθελα κ' εγώ ή αφορμήν να εύρω να του ειπώ την γνώμην μου. — Θα γράψω 'ςτην Ρεγάνην να του φερθή, όπως κ' εγώ. — Ετοίμασε το γεύμα. Αυλή εν τω αυτώ μεγάρω.
Εθυμήθηκε τον ενθουσιασμό του πεθερού όταν είδε τον γαμπρό του ολόγδυμνο· εξεχώρισε τη μονάκριβη συκιά που έχει το νησί και μνημονεύεται στα προικοσύμφωνα όλων των γάμων, αλλά δεν είχε πρόχειρα και τα λόγια τους: — Γράψε, γράψε! — Γράψε και τι να γράψω; — Γράψ' ένα κλωνί συκιά περ πονέντε!...
Γράμματα δεν ήξερε, μα σα βρισκότανε μοναχή της, τώβγαζε κρυφά-κρυφά απ' τον κόρφο της και το διάβαζε χωρίς να ξεχωρίζη τα γράμματα. Τι τα ήθελε τα γράμματα; Το διάβαζε με την καρδιά της. Η αγάπη της έβαζε μέσα και λόγια που δεν τα είχε το γράμμα. Μα από μέσα της ήξερε πως το αληθινό γράμμα ήταν αυτό που διάβαζε μοναχή της, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. «Από κει θα σας γράψω πάλι.
— Πώς; Είμαι θιασάρχης, είπε, προσηλόνων πάντοτε το βλέμμα εις το απέναντι παράθυρον. — Θιασάρχης; — Έχω ένα καραγκιόζη στην πλατεία. Τον συνεχάρην φυσικά, αυτός δε με παρεκάλεσε να γράψω κάτι εις την εφημερίδα διά το «θέατρόν» του· μ' εκάλεσε μάλιστα και να το επισκεφθώ. Και μου είπε: — Έρχεται όλη η αριστοκρατία των Αθηνών. Απόψε έχουμε τους «Ληστάς της Ισπανίας» ένα ωραίο δράμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν