Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Έλα όμως που ο πόνος της γρηάς για το «φτωχικό» της ήταν μεγάλος και δεν «ήταν τσαρές» για να στρέξη να χτισθή καινούργιο ψηλό σπίτι απάνω του. — Σαν έχς σκοπό να το γκεμίσης, γιέ μ', τούλεγεν η γρηά, γκρέμσε με κ' εμένα 'ς το λάκκο μου μαζί του. Βάλε με να πλακωθώ κ' εγώ αποκάτ' από τη σκέπη του. Άσε με κάνεμ να κλείσω τα μάτια μ' εγώ, και τότες κάμε ό,τι θελς εσύ.
Είπε, και του την έδωκε στα χέρια του, κι' ο γέρος την πήρε με χαρά, κι' απέ τ' απάντησε διο λόγια 625 «Ναι, γιε μου, αφτά όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια· τι πια, παιδί μου, δε μ' ακούν τα πόδια, ουδέ χοιμούνε τόσο γοργά τα χέρια μου ζερβόδεξα απ' τους ώμους.
Και τότες δάκρια χύνοντας απολογιέται η Θέτη «Αχ γιε μου, τι σ' ανάθρεφα τον πικρογεννημένο; Ας ζούσες δίχως καν καημούς και δάκρια στα καράβια, 415 αφού κοντέβει η ώρα σου, πολύ μακριά δεν είναι. Μον τώρα πιο λιγόζωος και πιο πικρός απ' όλους μούγινες. . . θάτανε η στιγμή κακή σα σε γεννούσα.
Τότες του λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα «μα αλήθια τώρα αφτό το λες, γιε σεβαστέ του Κρόνου; 440 Άντρα θνητόνε, από καιρούς σημαδεφτό της μοίρας, θες πάλι απ' τον κακόκραχτο να λεφτερώσεις χάρο; Κάν' το· όμως μερικοί θεοί, σ' το λέω, θα πικραθούμε. Τώρα ένα λόγο θα σου πω και πρόσεξε ν' ακούσεις.
Τη ζωή θάχανε τότε ο γέρος, 90 μόνε τον είδε στη στιγμή ο θαρρετός Διομήδης και χούγιαξε αγριοκράζοντας βοήθια του Δυσσέα «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, πού φέβγεις έτσι σαν κιοτής και γύρισες τις πλάτες; Μωρέ ενώ τρέχεις, θα σου μπει κάνα κοντάρι πίσω ... 95 Στάσου! το μάβρο αυτό σκυλί να διώξουμε απ' το γέρο.»
Κι' οι κράχτες σαν τους φώναξαν και μαζωχτήκαν όλοι, σηκώθηκε ο γοργόποδος γιος του Πηλιά κι' έτσι είπε «Τ' Ατρέα γιε, τώρα πια εμείς θαρρώ τη στράτα πάλι θα πάρουμε και πίσω ομπρός στα σπίτια μας θα πάμε, 60 πρώτα απ' το θάνατο αν σωθεί κανείς μας, αν είναι έτσι να μας θερίζει ο πόλεμος και να μας τρώει η πανούκλα.
Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα 825 «Διομήδη, του Τυδέα γιε, παιδί μου αγαπημένο, έννια σου αφτό! Μη σκιάζεσαι τον Άρη, μη φοβάσαι θεό κανένα· τέτιο εδώ έχεις βοηθό σου, εμένα!
Μα τότε ο Αίας άνοιξε το στόμα να μιλήσει «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, πάμε! τι ουσία τίποτα, το βλέπω, εδώ δε βγαίνει. 625 Και χριά το λόγο πέρα εφτύς να πάμε, ας είναι ότι είναι, τι ανήσυχοι θ' ακαρτερούν. Ως τόσο ο Αχιλέας στα στήθια ανήμερη έκανε την αντρική καρδιά του, ο έρμος! και ξεχάνει πια των φίλων την αγάπη, 630 που εμείς στα πλοία τούχαμε απ' όλους χώρια πάντα.
Έτσι στα κοίλα πλοία ομπρός τριγύρω σου οι Αργίτες, γιε του Πηλιά, αρματώθηκαν, αχόρταγε πολέμων· και πάλε οι Τρώες αντικρύ στο καμποβούνι απάνου. Κι' ο Δίας λέει της Θέμιστας σε συντυχιά να κράξει κάθε θεό στου ορθόβραχου κορφοβουνιού την άκρη. 5 Κι' αφτή τρεχάτη από παντού προστάζει χέρι χέρι κάθε θεόνε ως στου Διός τον πύργο να κοπιάσει.
Αφτός με το σοφό του νου τους μίλησε έτσι κι' είπε «Γιε του Πηλέα, ας θες εγώ, του Δία αγαπημένε, να πω τ' Απόλλου το θυμό, του προφυλάχτη αφέντη, 75 καλά, στον λέω· όμως και συ ορκίσου μου και τάξε να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγο και κοντάρι. Κάποιος θαρρώ θα πειραχτεί που τους Αργίτες όλους τους ξεπερνάει σε δύναμη κι' ο λόγος του αγρικιέται.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν