Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Τότε ο Αινείας απαντάει, ο στρατηγός των Τρώων «Μην κλαίγεσαι έτσι!... Η ατυχιά δε θα γυρίσει ωστόσο πριν βγούμε εμείς μπροστά σ' αφτόν τον άντρα με τ' αμάξι κι' άφοβοι εδώ μετρήσουμε μαζί του τα κοντάρια. 220 Μον έλα ανέβα δίπλα μου, να μάθεις σαν τι ζώα είναι του Τρώα τ' άλογα, που ξέρουν μες στον κάμπο απάνου κάτου σαν αητοί να κυνηγάν και φέβγουν, που και στο κάστρο θα μας παν γερούς, αν πάλι ο Δίας τη νίκη στον ασίκη γιο χαρίσει του Τυδέα. 225 Μον έλα πάρ' το καμοτσί στα χέρια και τα γέμια, κι' εγώ στ' αμάξι θ' ανεβώ και θα τον πολεμήσω· ή εσύ καρτέρα τον, κι' εγώ τα νιάζουμαι τα ζώα

Γιατί σαν τέτιους ήρωες δεν είδα ακόμα, μήτε θα δω σαν ένα βασιλιά Καινιά, σαν ένα Δρύα, σαν το δεινό Πολύφημο, τον Ξάδη, τον Περίθο, σαν το Θησιά λες πούμιαζε θεός απ' τα ουράνια. 265 Είταν εκείνοι οι πιο γεροί της γης παλικαράδες· γεροί είτανε και με γερούς χτυπιούνταν, με βουνήσα θεριά, κι' ο κόσμος σάστισε το πώς τα ξεπαστρέψαν.

Αχ, να βλέπατε κάτι γέρους σαράβαλα και κάτι χοντρές πενηντάρες που στο σπίτι τους θα βογκούσαν απ’ τη μια καρέκλα στην άλλη -πως σήκωναν τα πόδια τους αψηλά και πηδούσανε σαν τις κατσικούλες!

Κι' απ' το καστρί όταν άκουσαν κοντά στα βόδια αντάρα 530 σα δικαζόντουσαν μπροστά στους γέρους καθισμένοι, πηδούν στ' αμάξια μέσα εφτύς και τρέχουν ναν τους πιάσουν. Κι' όταν σε λίγο ζύγωσαν, παράταξαν τους λόχους κοντά στην ακρορεματιά, και πιάνουν στέρια μάχη κι' ένας τον άλλον κάρφωνε με το χαλκένιο τ' όπλο.

Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης. Μετά το Μανώλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ' άλλοι, ώσπου γέμισε το Καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιάως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούηζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό. Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη. — Ξέρει ο Γιάνης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πης.

Να μη σε βλέπω, σκύβαλον! ΚΟΡΝ. Τι είν' αυτά, αυθέντα; ΛΗΡ. Ποίος τον έβαλε αυτόντον φάλαγγα; — Ρεγάνη, εσύ δεν το εγνώριζες, ελπίζω... — Ποίος ήλθε; Ω Ουρανέ, αν αγαπάς τους γέρους, — αν το θέλης να έχουν σέβας τα παιδιά, γέρος και συ αν είσαι, Βοήθησέ με Ουρανέ, και ρίξε την φωτιά σου! Ειπέ μου, δεν εντρέπεσαι τα γένειά μου να βλέπης;... Τι έκαμες! Το χέρι σου της έδωκες, Ρεγάνη!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Την ιδίαν υποχρέωσιν λαμβάνει κι' ο Μοντέκης, καθώς εγώ, και δύσκολον δεν έπρεπε να ήναιανθρώπους γέρους 'σαν εμάς, να ειρηνεύσουν πλέον. ΠΑΡΗΣ Του κόσμου την υπόληψιν την έχετε κ' οι δύο, και κρίμα είν' αιώνια να ζήτετα μαχαίρια. Αλλ' όμως τι θ' αποκριθήςτην ζήτησίν μου τώρα; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Δεν έχω ή να ξαναπώ εκείνο που σου είπα.

Ταντροκόριτσο η Σμαράγδα άρχισε αυτή πρώτη. Ό,τι έκαμνε όμως να σκαρφαλώση, πετάει η μάννα της από το παράθυρο μια φωνή. — Νάρθης μέσα και σε θέλω, Σμαράγδα! Πηδάει κάτω η Σμαράγδα, σιάζει τα μαλλιά της, και δρόμο. Μείναντας μονάχος του ο Παυλής και στενοχωρημένος που έγινε αφορμή να τη μαλλώσουνε τη μικρή, τι να κάμη, τραβάει προς τους γέρους. Οι γέροι όμως ακόμα τα δικά τους.

Οι βασιλικοί με τους χιλιοχρώματους μενεξέδες, που στόλιζαν αραδαριά τες αλτάνες και τα πεζούλια της, εμοσχοβόλιζαν τον αέρα, και το βουνάκι της Καραβατιάς από πάνου κατέβαζε μια δροσιά παραδείσια την αυγή και τ' απόσπερνο. Όλ' αυτά τα καλά, με τα παθήματα και με τους αμόλευτους καφέδες του Ζώη, σύναζαν 'ςτόν καφενέ του τους γέρους της γειτονιάς.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν