Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Έκλαιγε στο κρεββάτι της που σ’ αυτό πάνω διπλό κακό της έμελλε δυστυχισμένη άνδρα από άνδρα και παιδί να κάμη εκείνη από το ίδιο της παιδί. Και δεν γνωρίζω πώς έπειτα σκοτώθηκεν η Ιοκάστη. Γιατί με βίαν ώρμησεν ο βασιλέας, κι έτσι δεν μας εδόθηκε καιρός να ιδούμε τη συμφοράν οπού ’βρηκε τη δέσποινά μας. Γυρίσαμε το βασιλιά να ιδούμε Οιδίπουν. Ωσάν τρελλός ώρμαε αυτός μεσ’ στο παλάτι° έτρεχε.
Στον ώμο βρήκε τον δεξά, κι' εκείνος ξεφωνώντας πέφτει στα βούρκα ανάσκελα, και γύρω του οι συντρόφοι 290 σκορπούν, τι σ' όλους έβαλε μες στην ψυχή τρομάρα σα σκότωσε τον αρχηγό πούταν στη μάχη ο πρώτος. Και διώχνοντάς τους έσβυσε τις φλόγες, και το πλοίο έμεινε εκεί μισόκαφτο, και πόδισαν οι Τρώες. 294
Στο σπίτι μου κανείς σας να μην έλθη. Κι' αν είναι και με κήρυκες ναπαρνηθώ το σπίτι, το σπίτι που γεννήθηκα, βεβαίως θα το κάμω. Κ' εμάς που βρήκε η συμφορά τώρ' ας την υποστούμε και ας το πάμε στην πυρά το σώμα του νεκρού μας. ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο, η δύστυχη, το θύμα αυτό της τόλμης. Χαίρε, ω γενναία γυναίκα, εσύ, χαίρε, εσύ η μεγάλη. Είθε ο Χθόνιος Ερμής κι' ο Άδης να δειχθούνε ευνοϊκοί σε σένα.
Τελευταία ερίχτηκε με τα φορέματά του στο κρεββάτι· έτσι τον βρήκε ο υπηρέτης του όταν κατά τις ένδεκα ετόλμησε να μπη στην κάμαρα και να ρωτήση αν ήθελε να του βγάλη τα παπούτσια του. Τον άφησε να του τα βγάλη, αλλά του απηγόρευσε να έλθη στην κάμαρα το άλλο πρωί πριν να τον φωνάξη.
Πόσο είναι ευτυχισμένοι εκείνοι που μπορούν να δουλεύουν!» Ο Έφις σκεφτόταν τον Τζατσίντο που έγινε χαρούμενος και καλός μόλις βρήκε δουλειά, και διερωτήθηκε με πίκρα εάν δεν έκανε πάλι λάθος που εγκατέλειψε τις καημένες τις κυράδες του. Κι έτσι πήγαινε και πήγαινε και ησυχία δεν εύρισκε. Η σκέψη του ήταν πάντα εκεί κάτω, ανάμεσα στις καλαμιές και στα σκλήθρα του μικρού κτήματος.
Και τι μας γνοιάζει με ποιαν ηδονή πολεμά η ζωή να φέρη κανένα σε πειρασμό ή με τι πόνο γυρεύει να κολοβώση και ν' αφανίση την ψυχή κανενός, αν στη θέα της ζωής εκείνων που ποτέ δεν υπήρξαν βρήκε κανείς ταληθινό μυστικό της χαράς κ' έχυσε δάκρυα στο θάνατο εκείνων που, όπως η Cordelia κ' η κόρη του Brabantio, δεν μπορεί ποτέ να πεθάνουν; ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Στάσου μια στιγμή.
Άμα πέρασε ο Γαϊνάς από τη Χαλκηδόνα στην Πόλη και θρονιάστηκε εκεί μ' όλη του τη δόξα, πρώτη του έννοια στάθηκε να λευτερώση τους Αρειανούς Γότθους από τα Θεοδοσιακά τα ψηφίσματα, και να τους παραχωρήση εκκλησιά για να λειτουργιούνται. Με το να βρήκε όμως απρόσμενο κι αλόγιστο αντίπαλο το Χρυσόστομο, απότυχαν αυτά του τα μέτρα.
Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού!» αναστέναξε, κοιτάζοντας τα χέρια του που ήταν μαυρισμένα και έτρεμαν. «Οι κυράδες σου είναι καλά; Δεν τις βλέπουμε πια, ούτε στην εκκλησία.» «Δεν πηγαίνουν ούτε στην εκκλησία, μετά τη συμφορά που τις βρήκε.» «Και ο ντον Τζατσίντο δε θα γυρίσει;» «Δε θα γυρίσει. Βρήκε δουλειά στο Νούορο» «Ναι, το αφεντικό μου τον είδε τώρα τελευταία.
Κι ο Δάφνης, αφού αφιέρωσε το δικό του το μικρό στον Πάνα κ' εφίλησε τη Χλόη, σαν να τήνε βρήκε ύστερ' από αληθινή φευγάλα, εγύριζε το κοπάδι στη στάνη παίζοντας το σουραύλι.
Πρώτος ο Πάρης έρηξε το γλήγορο κοντάρι, και βρήκε την ολόιση ασπίδα του Μενέλα· μά δεν την τρύπησε ο χαλκός, μον στην ασπίδα μέσα στράβωσε η μύτη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν