United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βρήκε και την ώρα πούλειπε ο παπάς στον εσπερινό. Η παπαδιά, όπως είπαμε, ήτανε ένα με το κορίτσι και τον γουστάριζε μαθές για γαμπρό. Σαν τον είδανε ξαφνιστήκανε. «Με το καλό, πώς έτσι ξαφνικάτου λέει η παπαδιά. Αυτόνε τονέ πήρανε τα κλάματα. «Θα την αφήσω τη θάλασσα, λέει, δε βαστάω πια.

Ο Φλέρης και ο Μιστράς τον κυττάνε εκστατικοί. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑχ! κύριε Τάσσο μου. Αχ! δε βαστάω πια. Δεν μπορώ να στο κρύψω. Θα με κολάση ο Θεός. Έλα, κύριε Τάσσο μου. Έλα, πρόφτασε. ΦΛΕΡΗΣΤι τρέχει; Τι είναι. Μίλα. Χάνω τα μυαλά μου. Αθεόφοβε τι είν' αυτό πού κάνεις; Ξέρεις τι κάνεις; Μίλα! Μίλα! Τι μου κρύβετε; Μιλάτε . . . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑχ! κύριε Τάσσο. Σε γυρεύει η δυστυχισμένη.

— «Γιατί αυτό δεν είνε εργοστάσιο, είνε... με συμπάθειο. »Αντί να μου πη και &σπολλάτη&, θύμωσε... «Μωραίνει Κύριος...», βλέπεις. — «Εσύ να κυττάξης τη δουλειά σου», μου λέει »Με πήραν τα μπουρίνια. — «Η δουλειά μου δεν είνε να βαστάω το φανάρι, του λέω. Σα θέλης να το βαστάς του λόγου σου, αλλάζει το πράμμα. »Η αλήθεια είνε πικρή. Έφυγε μουρμουρίζοντας και μούστειλε την εξόφλησί μου να φύγω...

Μόλις βαστούσε στα πόδια του. Έκανε να πέση κάτω να σωριαστή. — Δε βαστάω πια. Θα πάω να γύρω λίγο. Ο λοστρόμος άρπαξε τη ρόδα του τιμονιού, από τα χέρια του Γερο- Φλώκου. — Γερο-Φλώκο, δώσ' ένα χέρι να βοηθήσης τον καπετάνιο να κατεβή. Ο Γερο-Φλώκος με τα κοκκαλιάρικα μα δυνατά του χέρια άρπαξε τον καπετάνιο από τη μέση. — Βαστάξου απάνω μου, καπετάνιο. Έννοια σου. Και κατέβαιναν.

Δε βαστάω πια την ξενιτειά». Οι γυναίκες κερώσανε. «Βρε αμάν, βρε ζαμάν, του λέει η παπαδιά, εδώ παλληκάρια και παλληκάρια, ντουνιάς ολάκερος στη θάλασσα είδε χαΐρι και προκοπή. Κάνανε βιος και υπόληψη και πλεούμενα δικά τους και του πουλιού το γάλα, ταγαθά του Θεού γεμίσανε το σπίτι τους.

Φωτιά να κάψη τα φλωριά, τα γρόσια του γονιού μου, Λύκος να φάη τα πρόβατα κ' εκείνον τ' αγριοπούλια. Το χωρισμό σου δε φτουρώ, και δε βαστάω τον πόνο.... 'Στήν αγκαλιά σου πάρε με, αν μ' αγαπάς ακόμα, Κ' έλα να φύγουμε μακρυά, να πάμεάλλον τόπο. Αχώριστοι να ζούμε οι δυο, με μια καρδιά, μια αγάπη.

Ωρθούτο επί των ποδών του, ατενίζων μακράν πέριξ, μή που διακρίνη καμμίαν πηγήν, κανένα ρύακα, καμμίαν σταγόνα νερού, αγνήν και ακίνδυνον να βρέξη τα φλέγοντα χείλη του, παρετήρει αγωνιών τα σύννεφα άτινα διήρχοντο άνωθεν του σοβαρά, μη ρίπτοντα ούτε μίαν σταγόνα, ενώ εφαίνοντο φουσκωμένα και κατάμαυρα, πλήρη υετού. — Δεν βαστάω, Μάρω μου, έσκασα· είπε τέλος. — Τι θα κάμης; — Θα πιω.

Μου είπε να με βάλη στο Καπνοκοπτήριο, μα ο καπνός μου μυρίζει και δεν βαστάω διόλου. Εγώ του είπα ότι προτιμώ να με στείλη επόπτην εκεί που θα φορτώνουν την σταφίδατην Πάτρα, να στέκωμαι και να βλέπω. Αυτήν την υπηρεσίαν, κυρ Νίκο, του είπα, σου υπόσχομαι να την κάμω καλλίτερα από κάθε άλλον.

Σε λίγο βαρέθηκε, σιγόκλεισε τα βλέφαρά της κι' αποκοιμήθηκε. Ο Καπετάν Γιάννης μιλούσε, με τα μάτια χαμηλωμένα στο χώμα. — Καλός άνθρωπος! Κακό ανθρώπου δεν έκανες! Θυμάσαι τι μούπες; — Και το ξαναλέω. Η αλήθεια του Θεού... — Ε! λοιπόν, συμπέθερε. Μεγάλο λόγο θα πω, μα δε βαστάω πια. Ανάθεμα την καλωσύνη! Τα μάτια του φουρτούνιασαν.

Κ' έτσι δεν επνίγηκες, Στέφανε; τώρα, θαρρώ, δεν επνίγηκες· επέρασ' η ανεμοζάλη; εγώ εκρύφθηκ' αποκάτου από τη γούνα αυτού του ψοφημιού, γιατί εσκιάχθηκα τον καιρό. Λοιπόν ζης, Στέφανε; Ω. Στέφανε, δύο Νεαπολίταις γλυτωμένοι! ΣΤΕΦΑΝ. Στη ζωή σου, μη μ' ανακατώσης τόσο το στομάχι· δεν βαστάω πάρα πολύ. ΚΑΛΙΜΠ. Τούτα είναι ψιλά πράμματα, μην ίσως είναι και πνεύματα.