Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Μα δέξου αφτό, περικαλώ, το πλουμιστό ποτήρι και σώσε με... με των θεών τη χάρη οδήγησέ με 430 ως που να φτάσω ως στ' αψηλό καλύβι τ' ΑχιλέαΤότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Νιός είμαι, γέρο, μα άφισε, δεν πιάνει ο πειρασμός σου που δώρα θέλεις να δεχτώ χωρίς να ξέρει εκείνος.

Έτσι έλεγε, και τώρα αφτά βλέπω αληθέβουν όλα. Ω δυστυχιά, κι' οι άλλοι τους καλοπλισμένοι Αργίτες μαζί μου κρυφοχόλιασαν, και σαν τον Αχιλέα 50 δε θεν να πολεμήσουν πια για τ' ακρινά καράβια

Τότες στον Αχιλέα 214 τρέχει η αμάλαγη θεά, του Δία η θυγατέρα, και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγια 215 «Τώρα πια ολπίζω, ξακουστέ λεβέντη μου Αχιλέα, με δόξα πίσω ολόλαμπρη θα πάμε στα καράβια σφάζοντας πριν τον Έχτορα, τ' αμπούχτιστο κοντάρι. Τι τώρα δε γλυτώνει πια, και κόσμο α θε χαλάσει 220 ο Φοίβος, και στου Δία ομπρός αν κυλιστεί τα πόδια.

Πήγαινε — ο Δίας σου μηνάειτον Έχτορα να πάρεις 175 με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα, μόνος, μηδ' άλλλος σας κανείς μαζί σου να μη σύρει.

Χάμου έπειτα οχ την άμαξα κατέβηκε και τούπε «Γέρο, μαζί σου εγώ ως εδώ θεός αιώνιος ήρθα, 460 εγώ ο Ερμής, τι μ' έστειλε κάτου οδηγό σου ο Δίας. Μα τώρα θα σ' αφίσω πια· δε θέλω να προβάλω στα μάτια τ' Αχιλέα ομπρός, τι δα 'ναι κατηγόρια θεός να δείχνει ορθάνοιχτα σ' αθρώπους έτσι αγάπη.

Κι' ίδρος κουρνιαχτός, δίχως στιγμής ανάσα, 385 τα μάτια κάθε μαχητή περέχαε και ρουθούνια και χέρια πόδια γόνατα καθώς πετσοκοπιούνταν γύρω όλοι εκεί στον παραγιό του ξακουστού Αχιλέα.

Έτσι πολλά του φώναζαν του λατρεμένου γιου τους 90 και τόνε ξόρκιζαν κι οι διο με πόνο και λαχτάρα· μα γνώμη αφτός δεν άλλαζε, μον το γοργό Αχιλέα καρτέραε πάντα πούφτανε θεόρατος, σα γίγας. 92 Και την ασπίδα γέρνοντας σε προβγαλμένο πύργο 97 είπε με βογγητά βαθύ μες στην τρανή καρδιά του Ωχού μου! αν σύρω και χωθώ μέσα στο κάστρο τώρα, άτιμος είμαι θα μου πει ο Πολυδάμας πρώτος, 100 πούθελε πίσω το στρατό να φέρω μες στο κάστρο την έρμα εκείνη τη νυχτιά σα βγήκε ο Αχιλέας.

Και την αμάχη ο βασιλιάς δεν ξέχανε απ' την ώρα που στη βουλή φοβέρισε τον ξακουστό Αχιλέα, μον τον Ταρθύβη φώναξε και το γοργό Βρυβάδη, 320 που κράχτες του και παραγιούς τους είχε μπιστεμένους «Αμέτε στ' Αχιλέα οι διο, και μέσα απ' την καλύβα πάρτε απ' το χέρι τ' όμορφο και φέρτε μου κορίτσι. Μα αν δεν τη δώσει, ξεκινώ με πιο πολλούς, κι' ατός μου την παίρνω εγώ.

Τα περικάλια τότε ο γιος αρχίζει του Πριάμου 73 «Σπλαχνιά, Αχιλέα μου, αν θεούς λατρέβεις, σε ξορκίζω· χάρη μου πρέπει, ισόθεε, που σαν προστάτη σ' έχω. 75 Τι εγώ απ' το χέρι σου ψωμί πρωτόφαγα στα ξένα, σα μ' έπιασες μες στ' όμορφο μετόχι και στη Λήμνο με πήγες και με πούλησες αλάργα απ' τους γονιούς μου, μακριά από φίλους, κι' εκατό βιος σούφερα βοδιώνε.

Τότες του λέει ο Πάτροκλος, ο ξακουστός λεβέντης «Σαν πώς να κάνουμε, αρχηγέ; πώς και τα διο να γίνουν; Πρέπει να πάω 'να λόγονε να πω στον Αχιλέα π' ο γέρος μού παράγγειλε, ο βασιλιάς της Πύλος· 840 μα κι' έτσι δε σ' άφίνω εγώ να σε παιδέβει ο πόνοςΕίπε, και στην καλύβα του τον πάει, σηκώνοντάς τον κάτου απ' τα στήθια. Κι' είδε τον ο παραγιός και χάμου του στρώνει βοϊδοδέρματα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν