United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με όρεξιν λοιπόν παρεκάθησεν εις την τράπεζαν, όταν ήλθε να τον καλέση ο επιστάτης του ατρίου. Αφού ετελείωσε το δείπνον του, εξηπλώθη επί του ανακλίντρου, ετοποθέτησε τον μανδύαν του υπό την κεφαλήν του και απεκοιμήθη. Δεν αφυπνίσθη ή μάλλον δεν τον εξύπνισαν παρά όταν έφθασεν ο Κρότων, Τότε μετέβη εις το άτριον.

Ότε δε αφυπνίσθη, άνθρωπός τις ενεφανίσθη ενώπιον αυτού. Τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου ανεγνώριζεν ο Μάχτος, αλλά το όνομά του δεν εγίνωσκεν, ουδ' ανεμιμνήσκετο πού τον είχεν ιδεί. Ήτο δε ούτος ο Τρανταχτής, ο φίλος του Σκούντα, και γνώριμος ημών εκ του καπηλείου του Κατούνα. — Φίλε μου, τω είπε, δουλεύεις τώρα εδώ, ή όχι;

Επροτίμησε ναγνοή και εκείνη και αυτός τι έμελλε να πράξη. Μίαν μόνην απόφασιν έλαβε. Να κρούση την θύραν του οικίσκου και να ζητήση άσυλον διά την Αϊμάν μέχρι της πρωίας. Τούτο δε και έπραξε. Παρήλθε πολύς χρόνος μέχρις ου ο Τρέκλας, όστις εκοιμάτο εντός του οικίσκου, αφυπνισθή και ανοίξη την θύραν. Τέλος ηγέρθη μορμυρίζων, απέσυρε τον βαρύν λίθον όστις έκλειεν όπισθεν την θύραν, και ήνοιξεν.

Εξύπνησε μόλις την εσπέραν ή μάλλον αφυπνίσθη υπό της δούλης του, ήτις τον προέτρεπε να εγερθή, επειδή κάποιος τον εζήτει διά κατεπείγουσαν υπόθεσιν. Ο άγρυπνος Χίλων εζαλίσθη αμέσως, έρριψε ταχέως μανδύαν με κουκούλαν επί των ώμων του έπειτα παρετήρησε διά της θύρας του κοιτώνος με βλέμμα ύποπτον και διέκρινε την γιγάντιον κατατομήν του Ούρσου.

Ο Τρέκλας δεν είχεν ακούσει ούτε τον μονότονον κρότον της σφύρας επί των λίθων, ούτε τον δούπον του πηδήματος του ικριοβάτου. Αλλά παραδόξως, φαίνεται, διότι τώρα μόλις είχεν εντελώς αφυπνισθή, ήκουσε τον άλλον τούτον κρότον, τον θρουν ον έκαμεν ο ξένος όπως κρύψη υπό το φύλλωμα τα εργαλεία του.

Μόλις είχεν αποφάγει, και καταληφθείς υπό ακαθέκτου νυσταγμού, απεκοιμήθη πάλιν. Αλλ' η εκ του δευτέρου τούτου ύπνου εξέγερσις δεν υπήρξεν ευάρεστος ως η προλαβούσα. Ότε αφυπνίσθη, έκειτο επί της άμμου παρά τον αιγιαλόν, το δε σπήλαιον της Νύμφης είχε γείνει άφαντον, ως ήτο επόμενον. Ο Αννίβας επιστρέψας εις τον λιμένα του εφρόντισε να οπλίση νέαν λέμβον διά τας αλιευτικάς εκδρομάς του.

Και εκεί μετά ώραν ακούει εις τον ύπνον της φωνάς και γέλωτας: Καλή χρονιά! Καλή χρονιά! Είχεν απολύσει η λειτουργία και μετέβαινεν ο κόσμος από τον ναόν εις τους οίκους με χαράν και αγαλλίασιν. Αφυπνίσθη η Μαργαρώ και ακουσίως εστάθη και ήκουεν αφηρημένη τους γινομένους έξω διαλόγους των ανθρώπων, οίτινες με βήματα προσεκτικά κατέβαινον την λιθοστρωμένην οδόν.

Ο νέος τα έχασε και ηγνόει τι ώφειλε να πράξη, Η Αϊμά είχεν ανασηκωθή επί της κλίνης και εθεώρει με μεγάλους οφθαλμούς, βοηθεία του διπλού φέγγους, όπερ εισεχώρει διά της ανοικτής θύρας και διά της επωροφίου ρωγμής, τον Πρωτόγυφτον και τον Μάχτον, χωρίς να εννοή τι συνέβαινεν. Εν τοσούτω δε είχον αφυπνισθή υπό του συμβάντος θορύβου ο Βούγκος και η γραία Γύφτισσα.

Ευθύς δ' εγνώρισα την Παλλάδα Αθηνάν, οίαν σοι την περιέγραψα προ μικρού». Ο ομιλητής υπέλαβε κατ' αρχάς ότι ο Πλήθων είχεν ιδεί την Αθηνάν πριν ή αφυπνισθή, αλλ' ύστερον ενόησεν ότι το σχήμα, όπερ μετήλθεν ο διδάσκαλος εις την διήγησίν του, ήτο πρωθύστερον και ούτως ησύχασεν. Ο Πλήθων επανέλαβε: «Μοι ωμίλησε με την λαμπράν φωνήν της.

Ο Παύλος αφυπνίσθη εκ της σκέψεως της αμέτρου εκείνης δυνάμεως, από την οποίαν αι ψυχαί ως η του Έλληνος εκείνου δεν ηδύναντο να διαφύγωσι, και απεκρίθη: — Έχε πίστιν και μαρτύρει περί της Αληθείας! Εξήλθον ομού εις την έξοδον του κήπου. Ο απόστολος ηυλόγησε και πάλιν τον γέροντα και εχωρίσθησαν κατ' απαίτησιν αυτού του Χίλωνος, προβλέποντος ότι ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος θα τον κατεδίωκον.