Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη: — Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς! Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς. Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της: — Τα συχαρήκια!
Τω εφάνη τότε ότι ο κήρυξ διαταχθείς εκτύπησε τελειωτικώς το σφυρίον επί της τραπέζης, αναφωνήσας! — Τριάντα δύο χιλιάδας, τρεις! Προς τον τρίτον αυτόν κρότον ο κυρ-Δημάκης αφυπνίσθη.
Ωμίλει μεν μετ' αυτής, αλλά δεν την έβλεπε. Την πρωίαν, ότε αφυπνίσθη, δεν ανεπόλει τους χαρακτήρας του προσώπου της. Και αυταί δε αι λέξεις ας αντήλλαξε μετ' αυτής ήχουν μόνον ως βόμβος συγκεχυμένος εντός της κεφαλής της. Όλην την επομένην ημέραν η αδελφή Βεάτη κατείχετο υπό νευρικής ανυπομονησίας. Περιέμενεν ανυπομόνως την νύκτα, όπως δυνηθή να εκτελέση το σχέδιόν της.
Δεν είχον αρχίσει ακόμη τα όνειρα να καταβαίνωσιν εις την καταπεπονημένην ψυχήν του δυστυχούς απομάχου, και αφυπνίσθη υπό κρότου βημάτων και ήχου φωνής ανθρωπίνης. Ανοίξας τους οφθαλμούς είδε τότε όψιν τινά, ην έμελλεν εσαεί να εκλάβη ως όνειρον, αν δεν ετύγχανεν έκτοτε ψηλαφητών τεκμηρίων περί του πραγματικού της εμφανίσεως εκείνης.
Τα μειδιάματα των νεανίδων εκείνων επί πολύν χρόνον μετά ταύτα περιεπλανώντο υπό τας όψεις του φιλοσόφου, και η ακοή αυτού αντήχει απαύστως την φαιδράν ταύτην επιφώνησιν: &Ευοί! Ευοί!& Εν τούτοις ο Πλήθων αφυπνίσθη, και επειδή η αυτοσχεδιασθείσα καλύβη όπου εκοιμήθη είχε γείνει άφαντος, ενόμισε καλόν να επαναλάβη την πορείαν του.
Αίφνης ακούει τους κώδωνας του ναού ηχούντας. — Αχ! κι' ακόμα δεν χαζιρεύθηκα! Ανεφώνησε κ' επετάχυνε την αμφίεσίν της. Ο κυρ-Μανωλάκης θαρρείς και ήτο συνδεδεμένος μετά του σχοινίου του κώδωνος. Αφυπνίσθη πάραυτα· και χασμηθείς βροντερώς εκρότησε κατά την συνήθειάν του τας χείρας του: — Ξυπνάνε τα αίματα! έλεγε.
Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και πλησίον του μίαν νεάνιδα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην.
Το στήθος της κόρης εκινήθη και η εκπνοή κατέστη σφοδροτέρα. «Αϊμά! », εψέλλισεν ο Μάχτος νομίσας ότι αφυπνίσθη. Αλλ' όμως εκοιμάτο αύτη εισέτι.
Τότε ο κλοιός της γλώσσης ελύθη, ο κύφων του σώματος διερράγη. Ο Μάχτος εξέπεμψε βρυχηθμόν λεαίνης και άμα ώρμησεν ως σκύμνος προς το θέαμα εκείνο. Ήλπιζεν ότι ήθελε σώσει την Αϊμάν εκ του βεβιασμένου εκείνου γάμου, διότι ως βεβιασμένον τον ενόμιζε. Συγχρόνως ο Μάχτος αφυπνίσθη. Ευρέθη όρθιος και είδε μόνον το σκότος της νυκτός, όπερ περιέβαλλε πανταχόθεν αυτόν.
Πώς δεν εκράτησε τότε την χείρα μου αμφιβολία τις; Την έβλεπα αγωνιώσαν, κινδυνεύουσαν να συναποθάνη με το αγέννητον έτι τέκνον της, και την απεκοίμισα διά του αιθέρος. Την απεκοίμισα πεποιθώς ότι θ' αφυπνισθή και θα ίδη ευτυχής και σώα το βρέφος, χάριν του οποίου εκινδύνευεν η ύπαρξίς της. Δεν αφυπνίσθη εκείνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν