Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Αφτούς ο Αχιλέας τους είχε πιάσει μια φορά μες στις πλαγιές της Ίδας 105 ενώ βοσκούσαν πρόβατα, και με λυγαριοκλώνια τους έδεσε, και ξαγορά ναν τους αφίσει πήρε. Τότες στα στήθια ακόντισε τον ένα ο Αγαμέμνος, εκεί ίσα στ' απανόβυζα· τον άλλο, σέρνοντάς του μια με τη σπάθα προ τ' αφτί, τον γκρέμισε απ' τ' αμάξι.

Μα πάλι εγώ κι' εσένα καλό, όπως πρέπει, μερτικό απ' όλα θα σου δώσω595 Είπε, και πίσω γύρισε μες στ' αψηλό καλύβι, και κάθησε στο σκαλιστό θρονί του πούχε αφίσει, έτσι απ' τον άλλο τοίχο εκεί, και του Πριάμου τούπε «Λέφτερο τώρα, γέρο μου, το λείψανο, όπως είπες, ήσυχο εκεί στο στρώμα του. Κι' άμα χαράξει η μέρα, 600 παρ' το και σύρε στην εφκή. Μον έλα τώρα ας φάμε.

Αν θέλει εμάς στο πείσμα μας, της Αθηνάς κι' εμένα 213 να λυπηθεί τ' ορθόβραχο καστρί και ναν τ' αφίσει 215 ολόρθο, και των Αχαιών να μην τους δώσει νίκη, ας μάθει αφτό, πως άσβυστο θάχουμε πάντα πάθοςΕίπε, κι' αφίνει το στρατό και πάει και μέσα μπαίνει στο κύμα, κι' αποθύμησαν τον Ποσειδό οι Αργίτες.

Και ρήχνοντάς την σπα του το κράνο το χαλκόσκαρο, και θρούβαλα του κάνει της κεφαλής τα κόκκαλα χωρίς μισό ν' αφίσει. 385 Και χάμου εκείνος έπεσε απ' τον ολόρθο πύργο σα βουτηχτής, κι' οχ το κορμί φτερούγιασε η ψυχή του. Κι' ο Τέφκρος τον Ατρόμητο γιο τ' Απολόχου Γλάφκο με τη σαΐτα, ενώτρεχε στ' αψηλοπύργι απάνου, τον κάρφωσε εκεί πούδε τον μ' αφύλαχτο βραχιόνι, και τούκοψε την προθυμιά.

Κοιτάξτε, πώς ο Πρόμαχος σφαμένος σάς κοιμάται, που τ' αδερφού μου αξώφλητος καιρό δα να μη μένει ο σκοτωμός εδώ. Για αφτό και συγγενή ν' αφίσει πίσω περικαλάει κανείς, λαχτάρας ξεχρεώστη485 Έτσι είπε, και τους Αχαιούς σκυλιάζει η παινεσά του, μα απ' όλους πιότερο η χολή ταράχτη του Πηνέλα κι' όρμησε εφτύς απάνου του.

Μα η Χλόη κι ο Δάφνης, θυμούμενοι τις χαρές που είχαν αφίσει, πώς εφιλιόνταν, πώς αγκαλιάζονταν, πώς μαζί εβάζανε στο στόμα τους το φαΐ, περνούσανε νύχτες άγρυπνες, και πικραμένες και την άνοιξη προσμένανε σαν ξαναγεννημό από το θάνατο.

ΑΝΑΤ. Ετούτος ούλα να τα τζακίση αγάλλια αγάλλια.... εγώ είπα.. α τζανούμ χιώτη τρελό είναι, μέτισε κιόλας, αρτίκ τίποτα ντε τ' αφίσει σουφρά απάνω, ένα ένα ούλα τα τσακίσει. ΧΙΟΣ. Τι και; ΞΕΝ. Εν είναισιμάρματα ΧΙΟΣ. Κι' αμέ διαβότρου γυέ, κι' εν έχεις πούπετις μαθέ, κι' εν είν' καμιά λύρα, καμιά σφυρίχτρα. ΑΝΑΤ. Μπρε καμπα ζουρνά μπιλέμ ντεν έχει. ΞΕΝ. Εν είναιεν είναι. ΣΚΗΝΗ ς'.

Άρπαξε τ' όπλο ο βασιλιάς, και σα θεριό κοντά του τραβώντας, του το τίναξε όξω απ' το στέριο χέρι με βιά· και τον προβόδησε με μια σπαθιά στο σνίχι. 240 Έτσι έπεσε, κι' εκεί ύπνονε κοιμήθηκε χαλκένιο ξένους βοηθώντας, έρημος, αλάργα απ' τη νυφούλα, το τέρι που δε χάρηκε κι' είχε ακριβά πλερώσει βόδια πρώτα έδωκε εκατό, πολλά 'ταξε κατόπι, γίδια μαζί και πρόβατα που τούβοσκαν χιλιάδες. 245 Τότες εκεί τον γύμνωσε τ' Ατρέα ο γιος, και πήγε πίσω ν' αφίσει στο στρατό τα πλουμιστά άρματά του.

Μηδέ έμειναν κι' οι άλλοι εκεί παραταγμένοι Τρώες στ' αμάξια μέσα, μον πηδούν όξω όλοι σαν τον είδαν. Τότε οι κοσμάκουστοι βοηθοί κι' οι άλλοι οι Τρώες όλοι 108 την άκουσαν τ' αψέγαδου τη γνώμη Πολυδάμα· μα ο Άσος, του Αρτάκου ο γιος, ο στρατηγός των Τρώων, 110 ν' αφίσει εκεί δεν ήθελε τον παραγιό και τ' άτια, μον με τ' αμάξι πέρασε.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν