Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Σ' αυτές, εννοείται, ήτο και το Βαγγελιό. Τα κορίτσια με ρωτούσαν πώς πέρασα στη χώρα. — Και δεν ανεζήτηξες το χωριό; μούπε μια. Με το κεφάλι έκαμα ναι, αλλά τα μάτια μου στράφηκαν στο Βαγγελιό. Αυτό το κίνημά μου τώδαν τα κορίτσια και μια ξεφώνησε: — Μπρε τον πονηρό! Είδετε την αμματιά που τσ' ήρριξε; Γέλασαν κι' αυτή πούκαμε ταναφώνημα είπε στην αδερφή μου: — Άκου τα συ.

Αν ήταν δυνατό, θα ανάγκαζαν οι δάσκαλοι τον Έλληνα να μην πάψει ποτέ να πηγαίνει στο σχολειό ως που να γίνει αρχαίος λίθος ή μούμια. Και οι γνώσες αυτές όλες, που αποθηκεύει ο Ρωμιός ανάκατα στο μυαλό του, μαζεύοντάς τες από τα σκολειά του, είναι μια μεγάλη φουσκαλίδα, που αφού σκάσει αφίνει το μυαλό του άδειο.

Εδώ είναι οι καλύτερες σελίδες, που γράφηκαν για την Κριτικήν και τους Κριτικούς και που αυτές μονάχα θ' αρκούσαν για να δοξάσουν τόνομα του Wilde. Το τέταρτο είναι ολόκληρη αισθητική του θεάτρου. ΔΙΑΛΟΓΟΣ. — Πρόσωπα: Κύριλλος και Βίβιαν. Η Σκηνή: Η βιβλιοθήκη εξοχικού σπιτιού στο Nottinghamshire. Έξω είν' ένα ερατεινό απόγευμα. Ο αέρας είν' εξαίσιος.

ΠΥΘΙΑ Ναι, μα είσαι και συ σκληρός που κάνεις αμαρτία. ΙΩΝ Να μη σκοτώνουμε κ' εμείς αυτούς που μας σκοτώνουν; ΠΥΘΙΑ Αι σύζυγοι στους προγονούς πάντα εχθρές φανήκαν. ΙΩΝ Κ' εμείς είμαστε εχθροί μ' αυτές σαν θέλουν να μας βλάψουν. ΠΥΘΙΑ Σώπα• ν'αφήσης το ναό και στην πατρίδα τράβα. ΙΩΝ Τέτοια που δίνεις συμβουλή τι πρέπει εγώ να κάνω; ΠΥΘΙΑ Αγνός και καλορροίζικος να πας εις την Αθήνα.

Κ' έρχεται μαζί του κ' η καταχνιά σα σύννεφο που το φυσούν οι ανέμοι. Σήκω, καημένη, και πάμε μέσα να προσκυνήσουμε. Ο Χάρος πρέπει να είνε και μαζεύει πάλι διαβάτες για τον άλλο τον κόσμο. Περμ. Τίποτις δε βλέπω, και του κάκου με τρόμαξες. Τι να είνε, ως τόσο οι θεοσκότεινες αυτές οι ραβδιές που τινάζουνται από πάνω κι ίσια στο δρόμο μας πέφτουν!

Προσπαθώ να μη σας φέρνω στη μνήμη σας λυπητερά πράματα. Είμουνα όμως αυτές τις μέρες τόσο περίεργη, τόσο περίεργη . . . Μα τώρα δε θα μου το αρνηθήτε αυτό, γιαγιά μου, δε θα μου το αρνηθήτε. Θα μου τα πήτε όλα.

Ο Τριστάνος της έλεγε: «Βλέπεις αυτές της ωραίες μπούκλες; είναι του Ντενοαλέν. Σου πήρα εκδίκηση απάνω του. Ποτέ του πεια δε θ' αγοράση ούτε θα πουλήση θώρακα ούτε κοντάρι! — Καλά, άρχοντα. Αλλά τεντώστε το τόξο σας, παρακαλώ. Θάθελα να ιδώ αν τεντώνεται εύκολα». Ο Τριστάνος το τέντωσε μ' έκπληξι, χωρίς να καταλαβαίνη καλά.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Νικολέτα! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Ορίστε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Άκουσε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Γιατί γελάς; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Χι, χι, χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι έχει αυτή και γελάει; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Χι, χι, χι. Τι χάλια είν' αυτά; Χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι είπες; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Ω! Θεέ μου! Χι, χι, χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι αηδείες είν' αυτές; Με κοροϊδεύεις δηλαδή; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Θεός φυλάξοι! εγώ τέτοια πράγματα; χι, χι, χι, χι, χι, χι.

Αλλ' άμα παραχόρταιναν, βάραιναν τόσο, που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Έπρεπε ναύρουν ψήλωμα και στο μεταξύ βρίσκαμε καιρό και τα κτυπούσαμε με πέτρες, ή ξύλα και πολλά σκοτώναμε. Αλλ' αν τα όρνια στις στιγμές αυτές δε μπορούσαν να πετάξουν, αναπηδούσαν όμως αγριεμένα κ' επιθετικά. Αυτός ήτο ο κίντυνος, γιατ' είχαν ράμφη και νύχια φοβερά και μπορούσαν να βγάλουν μάτια ή κόψουν σάρκες.

Και ο ντον Πρέντου στεκόταν εκεί, να χαϊδεύει την καδένα του και να κοιτάζει κάτω, προς το ποτάμι, σαν να περίμενε κι εκείνος κάποιον. «Τι στο καλό. Μήπως πέθαναν κι αυτές;» «Η ντόνα Έστερ θα είναι στην εκκλησία και η ντόνα Νοέμι ίσως έχει ξαπλώσει.» «Γιατί, άρρωστη είναι;» «Τι να πω! Τώρα τελευταία, όταν γυρίζω, τη βρίσκω στο κρεβάτι.

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν