United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στέκεται ορθός· διο, τρεις φοραίς, τα μάτια του σφουγγίζει· 235 Και όσο ημπορεί αδάκρυτα σ' αυτούς να λέη πασκίζει. » Αλήθια, φίλοι, μον εμέ προσωπικά αδικάει » Η ανομιά των Μπακακιών, κακά μου προξενάει· » Αλήθια εγώ είμαι ο δυστυχής, που τρεις αγαπημένους » Υγιούς μου στα γεράματα τους κλαίω θανατομένους. 240 » Τον πρώτο σκίζει ανήμερα η Γάτα η οργισμένη » Εκεί που, σαν ανήξερος, στην τρύπα μπαινοβγαίνει. » Το δεύτερο τον σκότοσε η ασπλαχνιά τ' αθρώπου » Με το καινούριο εφεύρεμα του πονηρού του τρόπου. » Με την ξυλένια μηχανή με δόλο αρματομένη, 245 » Των Ποντικών ξολοθρεμός! που άκοπα μας σταίνει. » Τον τρίτο το μονάκριβο, του έθνου το καμάρι, » Των γηρατιών μου παντοχή και της αυλής η χάρι· » Με πλάνη ο Φουσκομάγουλος μες τα νερά τον πνίγει, » Και στην καρδιάν αγιάτρευτη, πικρή πληγή μ' ανοίγει. 250 » Μον το κακό που μώκαμαν, και εσάς βαριά πειράζει, » Γιατί από διάδοχο έρημον το θρόνον απαριάζει. » Των Μπακακιών η απιστιά και αυθάδια τους η τόση, » Και σ' άλλα μύρια βάσανα μπορεί να μας προδόση. » Ω αντριομένοι Ποντικοί, τα άρματ' ας ντυθούμε. 255 » Να πάρωμε το δίκιο μας, μη καταφρονεθούμε. » Ας πλύνομε το αίμα τους τέτια αδικιά μεγάλη, » Και είμαι βέβιος στους θεούς, να βγούμε σε κεφάλι.

Εις το κέντρον της αυλής οι υπηρέται των Αρχιερέων εθερμαίνοντο πλησίον της ανθρακιάς. Κατά τας δύο ταύτας θλιβεράς ώρας της αρξαμένης τραγωδίας Του, καθώς ίστατο εις τας αιθούσας του Άννα και του Καϊάφα, άλλη ηθική τραγωδία, την οποίαν είχε προφητεύσει ήδη, είχε διεξαχθή εν τη έξω αυλή.

Η γραία λαβούσα εν σιωπή την επιστολήν, κατέθεσε τον λύχνον κατά γης, εντός της αυλής, και έδραμε προς την κλίμακα. — Περάσετε μέσα, είπεν ο αγωγιάτης, βέβαιος εκ προοιμίων περί της προθύμου δεξιώσεως. Και επιστρέψας προς τα ζώα του εβοήθει τον Νίκον εις την εξέτασιν των πραγμάτων μας. Δεν επέρασα μέσα, περιμένων επισημοτέραν πρόσκλησιν. Δεν επερίμενα δε πολύ.

Έλα μέσα, παιδί μου. Τι θέλεις; Και εισήλθεν εντός της αυλής. Τον ηκολούθησα και έκλεισα όπισθέν μου την θύραν. ― Δεν με γνωρίζεις; ― Όχι. Ποίος είσαι; Είπα το όνομά μου. Ύψωσεν έκπληκτος τας χείρας, με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς ασκαρδαμυκτί και αρπάσας με εκ της χειρός μ' εφίλησε και μ' έσυρεν εις το δωμάτιόν του.

Φωνάζει ο λαός και διαμαρτυριέται. Αυτό ήθελε κι ο Ευσέβιος. Καταμηνάει το λαό του Κωσταντίνου, πως τάχα σήκωσε Στάση. Ακούγει Στάση ο Κωνσταντίνος και φρενιάζει. Στέλνει αμέσως έναν Κόμητα της Αυλής του κ' επικυρώνει τη συνοδική την απόφαση.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του καθόνταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Και αυτοί δε οι χοροί της Αυλής, τους οποίους, χάρις εις την ευμενή των βασιλέων αγαθότητα, συνείθισεν ήδη ν' αναμένη τακτικώς ανά πάντα χειμώνα η καλή των Αθηνών κοινωνία, προϋπολογίζουσα την εξ αυτών διασκέδασαν ως ωρισμένον ευθυμίας εισόδημα, και αυτοί υπήρξαν εφέτος εκτάκτως ωραίοι και ζωηροί.

Είχε λάβει δύο κληματίδας λεπτάς απ' την πλουσίαν αναδενδράδα της αυλής του, τα είχε τυλίξει με βαμβάκι, κ' εκόλλησεν επάνω ολίγον χρυσόχαρτον, το οποίον εύρε εις τα συρτάρια των εργοχείρων της γυναικός του, περίσσευμα από στέφανα άλλων γάμων, επειδή η Χατζίνα ηγάπα τα τοιαύτα κοινωνικά χρέη, και συχνά εγίνετο συντέκνισσα εις ανδρόγυνα, και νονά εις βρέφηακούουσα εκάστοτε την συνήθη εγκάρδιον ευχήν : «Όπως έτρεξες με το λάδι, να τρέξης και με το κλήμα, συντέκνισσα» — δηλ. να ζήση να στεφανώση τα νεοφώτιστα, όσα είχεν αναδεχθή.

Κ' οι άμετροι αξιωματικοί της Αυλής, καθώς κ' οι άλλοι αρχόντοι, εξόν από μεγαλόηχους τίτλους σήκωναν κι αρίφνητο βιος· ολόσκεποι μάλαμα και μετάξι από την κορφή ως τα νύχια, αφού δα και τα ποδήματά τους είτανε χρυσοξόμπλιαστα. Τίποτες δεν το είχε τότες πλούσιος να ορίζη δέκα κ' είκοσι σπίτια, και λουτρά άλλα τόσα. Σπίτια τα είπαμε, κι ως τόσο είταν παλάτια.

Κύτταζε κ' η Βεργινία από πάνω απ’ τη μάντρα της αυλής της κι από το μόνο παράθυρο της κάμαρης της κ' έπαιρνε κουράγιο κ' ελπίδα από τη χαρά της αλαργινής χλόης κι από της θάλασσας τη λάμψη, τη γλαυκή κι αμάραντη, πως σαν ερχόταν το καλοκαίρι και πιάναν οι ζέστες, θε να δυνάμωνε κι αυτή και θε να στερέωνε η υγεία της.