Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Σταμάτησε όμως στην είσοδο της εκκλησίας, κοίταξε προς τα επάνω και έβαλε μια φωνή. Όλοι έτρεξαν να δουν. Ήταν το καινούργιο φεγγάρι που γλιστρούσε πάνω στον τοίχο της αυλής σαν να ήθελε να κατέβει εκεί μέσα. Μετά το δείπνο ξανάρχισαν τα τραγούδια και οι φωνές γύρω από τις φωτιές. Ακόμη και ο ντον Πρέντου χόρευε κάνοντας ευτυχισμένες όλες τις γυναίκες που έλπιζαν να τις διαλέξει.

Δύο ημέρας βραδύτερον, ο νεαρός Νέρβας, όστις ήτο αφωσιωμένος εις τον Πετρώνιον, έστειλε προς αυτόν δι' ενός απελευθέρου τας τελευταίας ειδήσεις της αυλής του Καίσαρος. Ο όλεθρος του Πετρωνίου ήτο αποφασισμένος. Κατά την εσπέραν της επιούσης, είς εκατόνταρχος έμελλε να τω μεταβιβάση την διαταγήν να μη καταλίπη την Κύμην, και να περιμένη εκεί τας διαταγάς, τας οποίας ύστερον θα τω διεβίβαζον.

Και επειδή τον εθεώρουν ήδη ως πρόσωπον κατάλληλον όπως υβρίζηται ατιμωρητεί, εχαιρετίσθη διά μέσου της αυλής μέχρι της φυλακής διά πληγμάτων και αρών, εις τας οποίας δυνατόν να έλαβον μέρος όχι μόνον οι μίσθαρνοι και οι υπηρέται, αλλά και οι ψυχροί και νυν μανιώδεις Σαδδουκαίοι. Μεσονύκτιον προ πολλού είχε σημάνη, και η εαρινή αύρα της πρωίας ήτο πολύ δριμεία.

Εν τούτοις έλαβε την χείρα της Αϊμάς, και τη είπε με στυγνήν φωνήν·Υπάγωμεν. — Πού υπάγομεν, Μάχτο; ηρώτησεν η κόρη. — Εις την άλλην πόρταν, εψέλλισεν ο άγνωστος. Η Αϊμά τον ηκολούθησεν εν σιγή· ο ξένος την ωδήγησεν ουχί διά της αυλής, αλλά διά των ευρέων διαδρόμων του μαγειρείου και της τραπέζης. Η Αϊμά εβάδιζε μετά καρτερίας και αποφάσεως, ο δε ξένος εφαίνετο κατεχόμενος υπό δεινής αγωνίας.

Αλλά σε κάθε ώρα και σε κάθε τόπο, καθένας δε μπορεί να ιδή πώς τους ζαλίζει ο πόθος, πώς τους σφίγγει, και ξεχειλίζει από της αισθήσεις τους όπως το καινούργιο κρασί ξεχειλίζει από το βαρέλι; Ήδη οι τέσσερες προδότες της αυλής, που μισούσαν τον Τριστάνο για τα κατορθώματά του, τριγυρίζουν τη Βασίλισσα. Γνωρίζουν κι' όλα το μυστικό των ωραίων ερώτων της. Καίγονται από επιθυμία, μίσος, και χαρά.

Άλλα παιδία, τολμηρότερα, ανείρπον εις τον θριγκόν του τοίχου της αυλής και εύρισκον τρόπον να εισπηδήσωσιν εκείθεν εις τα ένδον. Αλλ' αλλοίμονον αν παρετηρούντο υπό των άγρυπνων ευνοουμένων. Απεδιώκοντο με τσιμπήματα και με δοντιαίς, ως ο κηφήν υπό των μελισσών. Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους 185... όλοι οι αναδεκτοί ήσαν συνηγμένοι εν τη αυλή της γραίας Σοφούλας.

Η έκπληξίς των υπήρξε μεγάλη, όταν παρετήρησαν ότι το παραπέτασμα δεν εχώριζεν από της αυλής αυτό το οίκημα, αλλά δεύτερον διάδρομον σκοτεινόν, εις τα άκρον του οποίου εφαίνετο κήπος μέ τινας κυπαρίσσους, πλεκτούς θάμνους μυρσίνης και μικρόν οικίσκον στηριζόμενον εις τον τοίχον του βάθους. Ουδεμία απέμενεν αμφιβολία. Ενόησαν ότι δι' αυτούς ήτο η περίστασις ευνοϊκή.

Εφάνη αυτός πολλά ευχαριστημένος διά την απόκρισίν μου· και έπειτα από αυτά και άλλες περιδιάβασες που έγιναν εκεί εσηκώθη ο βασιλεύς με όλους της αυλής του και ετραβήχθηκεν εις το παλάτι· και εγώ ευρέθηκα μοναχός με τον γέροντα, με τον οποίον αφού εκάμαμεν διάφορες κουβέντες δι' εκείνα που απέρασαν με τον βασιλέα της Καρίσμου, του εφανέρωσα την ανυπομονησίαν που είχα εις το να ιδώ την βασιλοπούλαν Ρετζίαν.

Έκραζε «πτου!...» στα ορνίθια κ' έτρεχαν από τις τέσσερες άκρες της αυλής με φτεροκοπήματα και κακκαρίσματα, σα να της φώναζαν «φτάσαμε!..» Πα! πα!.. πα!.. σκούζανε τα παππιά, σαλεύοντας το στρουμπουλό κορμί απάνου στα ποδαράκια τους, λες και διάταζαν: «μην απλώση κανείς στο φαγί μαςΜπερδεύονταν όμως πολλά κι ανασκελώνονταν στο δρόμο σαν ασκοτύρια.

Η Μάρω βαρυνθείσα ν' ακούη τους πειρακτικούς εκείνους λόγους απεμακρύνθη των χωρικών και καθήσασα εις μίαν άκραν της αυλής, επί τινων καυσοξύλων, ήρχισε να μοιράζηται μετά του Γιάννου το φαγητόν. — Να σου ειπώ, κόρη μου· δεν νυστάζεις ; ηρώτησεν αυτήν μετ' ολίγον πλησιάσας ο γέρων χωρικός· οι κότες εκούρνιασαν, το κρασί εσώθηκε, η φωτιά εσβύσθηκε κ' εμείς θα πλαγιάσωμε· τι θες να κάνης ;

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν