United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς πέρασαν αυτά τα τέσσερα χρόνια, από την ώρα που πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, ως την Κεριακή εκείνη που μ' ένιψε η μάννα μου στης αυλής τη βρυσούλα, είναι άγραφη ιστορία. Στο νου μου δε γράφηκε. Τι να τη λέγω; Δανεισμένα λόγια θα λέγω.

Τότε αυτή ακολουθώντας την ομιλίαν της μου λέγει· Εσύ, στοχάζομαι πως έχεις μίαν μεγάλην ανυπομονησίαν διά να μάθης εκείνο που έχω να σου μιλήσω, και σε συμπαθώ· μα σαν μάθης, ελπίζω πως θα χαρής μεγάλως· ήξευρε λοιπόν ότι αφόντις και σε είδα, έλαβα μεγάλην κλίσιν διά εσένα και σπλάγχνος· και όχι μόνον αποφάσισα διά να σου φυλάξω την ζωήν, αλλά επιθυμώ διά να σε κάμω και αγαπητικόν μου, και σε προτιμώ από τους πρώτους αξιωματικούς της αυλής του πατρός μου, που είνε συστημένοι διά τες νοστιμάδες μου.

Ήκουσα βραδύτερον την θύραν της αυλής ανοιγομένην και τον Ζενάκην αποχαιρετίζοντα τον Αγάν. Η θύρα εκλείσθη, αλλ εγώ δεν εκινήθην. Δεν είχα το θάρρος να εξετάσω τι απέγεινεν. Ήλθεν ο Ζενάκης και με ηύρεν εις τον κήπον. ― Τα εσυμβιβάσαμεν, Λουκή. Πηγαίνει να μας φέρη την κόρην. Απόψε θα την έχωμεν. Εχύθην εις τον λαιμόν του και τον εφίλησα και έκλαυσα.

Μετ' ενόχου συνειδήσεως παραμερίζει τότε από την λάμπουσαν πυράν υπό τον θολωτόν πυλώνα της αυλής, καθώς το λάλημα του αλέκτορος πλήττει το ους του. Η ανακωχή υπήρξε βραχεία δι' αυτόν. Η θυρωρός, ήτις είχε και καθήκον να εφιστά την προσοχήν επί τους υπόπτους ξένους, είχε φλυαρήσει, ως φαίνεται, περί αυτού προς την θεραπαινίδα ήτις την είχεν αναπληρώσει πλησίον της θύρας.

Επειδή και του λόγου σου μου εφανέρωσες το ποίος είσαι, ιδού που θέλω και εγώ να σου φανερώνω το ποία είμαι· Εγώ είμαι θυγατέρα ενός Μεγιστάνος της αυλής της Κασμυρίας, εις την οποίαν έχεις να πηγαίνης και ονομάζομαι Γουλνάζε, εκείνη που σε έκαμε ελάφι, είναι αδελφή μου μεγαλείτερη και ονομάζεται Μερχάνη. Αυτή είναι μια φοβερά Μάγισσα, που την δύναμίν της είναι να την φοβάται καθένας.

Ουδείς των γειτόνων ή συγκατοίκων εγνώριζε το μυστικόν μας. Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν μου εφαίνετο ως να το γνωρίζη ο κόσμος όλος• μου εφαίνοντο αι εισέτι ανοικταί θύραι και τα επί της αυλής παράθυρα ως να είχον οφθαλμούς και να έβλεπον, διά μέσου των φορεμάτων, τα βάθη των κόλπων μας και, βαθύτερον έτι, των καρδιών μας τα διανοήματα.

Η Έστερ και η Ρουθ είναι στο πανηγύρι….» «Έχει πανηγύρι;», είπε σηκώνοντας το ποδήλατο που επάνω του ήταν δεμένη μια σκονισμένη βαλίτσα. «Α, ναι, θυμάμαι: το πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο. Α, μάλιστα…..» Του φαινόταν να αναγνωρίζει το μέρος που βρισκόταν. Να το υπόστεγο της αυλής που τόσες φορές έφερνε στο νου της η μητέρα του.

Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε διά τας συντεκνίσσας, διά τας ανεψιάς και δισεξαδέλφας της. Μέγας δε εβόμβει ο εσμός των αναδεκτών και δισεγγόνων περί τους ανθώνας της αυλής κατ' εκείνην την ημέραν.

Καιτης αυλής το πρόθυρο τον Μελανθέα σύραν· αυτιά και μύτη του 'κοφταν μ' αλύπητο μαχαίρι, 475 και τα κρυφά του ανάσπαστα δώσαν ωμά των σκύλων, και μανισμένοι χέρια και σκέλη του συντρίβαν.

Να ακόμη, ανάμεσα στις δυο καλύβες, στη γωνία της αυλής το πέτρινο κάθισμα ακουμπισμένο στον τοίχο όπου η θεια-Ποτόι είχε δει την ντόνα Μαρία Κριστίνα περιτριγυρισμένη σαν Βαρόνη από όλες τις γυναίκες των υποταχτικών που πήγαιναν να προσκυνήσουν στην εκκλησία.