United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε κείνος και άπτεροςαυτήν ειπώθη ο λόγος· κ' έκλεισε τα θυρόφυλλα των υψηλών μεγάρων. κ' εξ' ο Φιλοίτιος πήδησεν ήσυχ' από τα δώμα, και της καλόφρακτης αυλής έκλεισ' ευθύς την θύρα. ήταντην αίθουσα σχοινί βύβλινο από καράβι, 390 το πήρεν, έδεσε μ' αυτό την θύρα κ' επανήλθε, και οπ' ήταν πρώτα εκάθισε, και προς τον Οδυσσέα τους οφθαλμούς προσήλωσε· και αυτός ήδη το τόξο γυρίζ' ολούθ' ολόγυρα, να ιδή μήπως σαράκι, ο κύριος ενώ 'λειπε, το κέρατ' είχε φθείρει· 395 και κάποιος τότε ωμίλησε κυττώντας τον πλησίον· «Του τόξου αυτός θεωρητής κάπως πανούργος είναι· ή τόξ' έχειτο σπίτι του παρόμοια φυλαγμένα ή όμοια θα ποιήση αυτός, τόσο πολύτα χέρια το στρέφει ο πολυπλάνητος κακούργος ψωμοζήτης». 400

Έγινε αγνώριστη η Πόλη από τη φωτιά, από τις φωνές, από τις ληστείες κι από τους φόνους. Ο Ιουστινιανός, η Θεοδώρα, ο Βελισάριος, και μερικοί Σενατόροι και Στρατηγοί, μνήσκανε κλεισμένοι μες στο παλάτι. Δεν είταν αυτοί και καλά γυμνασμένοι. Είχανε στείλει λοιπό να φέρουνε στρατό από τα περίχωρα. Τους παύει λοιπόν και τους δυο, και διορίζει έπαρχο της Αυλής το Φωκά, και Κοιαίστορα το Βασιλείδη.

Περιλαμβάνει δε ως επί το πλείστον μίαν τετράγωνον αυλήν περίφρακτον, εντός της οποίας προσδένονται τα ζώα και φυλάσσονται την νύκτα ασφαλώς, και έν χαμηλόν ισόγειον προς διαμονην των οδοιπόρων. Το λ ε β ά ν, ήτοι το σανιδόστρωτον έδαφος του ισογείου, είνε ανυψωμένον ένα πόδα υπέρ την επιφάνειαν της αυλής.

Οι ιερείς ανεθεμάτιζον μεν ενίοτε τους μετερχομένους το τοιούτον εμπόριον, αλλά και εδέχοντο παρ’ αυτών χρυσοκεντήτους στολάς, πολύτιμα αρώματα, λιθοστολίστους σταυρούς και άλλα της βιομηχανίας των προϊόντα• κακαί δε τίνες γλώσσαι διεθρύλουν μάλιστα, ότι πολλοί των αξιωματικών της παπικής αυλής, εν οις και ο μέγας κ η ρ ι μ ο ν ά ρ ι ο ς, ήτοι Αυλάρχης, συνέδεον μυστικάς μετά των αρχιληστών σχέσεις, συντεινούσας εις πλουτισμόν και διακόσμησιν της Εκκλησίας.

Κι απόμειναν οι τρεις μονάχοι- Της φώναξε αχνά της Λιόλιας η Βεργινία και της είπε να πάρη τα κλειδιά, να βγάλη λάδι απ’ το ντουλάπι της κουζίνας και να ψήση τα ψαράκια πούχε φέρει ο Νίκος αποβραδύς, να βράση το γάλα και ταυγά,. . Τα γλήγορα κι αλαφρά πατήματά της απηχήσανε στα σανίδια της κάμαρης κ' έξω στις πλάκες της αυλής.

Όλοι πίστεψαν τα ψεύτικά του τα λόγια, γιατί κανενός δεν μπορούσε να πέραση από την ιδέα, ότι αυτός είταν ο φονιάς. Ύστερα από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε στα Λεντζέικα να παρηγορήση, κι' εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον λόγιασε ο Γκεσούλης, που κοίτονταν θλιμμένος σε μιαν άκρα της αυλής. Ώρμησε απάνω του σα μολύβι και του ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα.