United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν θέλεις να είσαι πιο σίγουρος ανέβα στα καπούλια κι εσύ, βλάκαΈκπληκτος ο Έφις, μετά από κάποια παραΚαλία και απειλές, φόρτωσε το δισάκι του στο άλογο που έμοιαζε να κοιμάται, έπειτα σκαρφάλωσε στα καπούλια, πίσω από τον ντον Πρέντου, προσπαθώντας να μην του γίνεται βάρος. «Τώρα θα ιδρώσει το άλογό σας!» «Ο διάολος να με πάρει, είναι το πιο γερό άλογο της περιοχής.

Εκάθησε κάτω περιμαζεύουσα τα κράσπεδα του φορέματός της, είτα εξηπλώθη, εσταύρωσε τα χεράκια της, έκλεισε τα ματάκια της, και εκαμάρωνεν ώμορφα-ώμορφα, καθώς έλεγεν η γραία θεία της. — Φτάνει τώρα, έκραξεν η χήρα του Επάρχου· σήκω απάνω μη μας ιδούν, και λένε, τι πάθανε αυταίς; . . . Τι ώμορφα που κάνεις την πεθαμμένη! . . . Ανέβα γλήγορα, και πάμε.

Επί τον Υμητόν Εβλάστησεν η δάφνη, Φύλλον ιερόν στολίζει Τα ηριπομένα λείψανα Του Παρθενώνος. Νέοι, γυναίκες, γέροντες Ελληνικά θηρία, Φιλούσιν, αποσπάουσι Τους κλάδους, στεφανόνουσι Τας κεφαλάς των. Ανέβα την αράβιον, Ωθωμανέ, φοράδα· Την φυγήν κατεγκρήμνισον· Ελληνικά θηρία Σε κατατρέχουν· Την λάμψιν των οργάνων Αρειμανείων ίδε· Άκουσον την βοήν Των θάνατον πνεόντων Ή ελευθερίαν

Αγκαλιαστά να βρης εκεί 'ςτό στρώμα να κοιμώνται Ο αφωρεσμένος σου αδερφός κ' η σκύλλα σου η γυναίκα, Για να γλυτώσουν σ' έστελναν για τα Χρυσά τα Μήλα, Που τα φυλάει ο Δράκοντας, να χάσης τη ζωή σου· Και σαν εγύρισες μ' αυτά, σ' επήραν 'ςτό κυνήγι Κ' εκεί σ' εσκότωσε ο αδερφός 'ςτόν ύπνο τον γλυκό σου, Τώρ' αρματώσου γλήγορα κι' ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και σύρε εκεί και σκότωσε και κάμε τους κομμάτια.

Ήλθε πάλιν με το κηράκι του το αναμμένο κ' εστάθη εμπρός μου και μου έφεγγε, και μ' ένα ασημένιο θυμιατό μ' εθυμίαζε με μοσχολίβανον. Σαν αλήθεια, σαν όνειρο. Κ' εκεί που επλησίαζε να σωθή τα κηράκι και να καή το μοσχολίβανον — ω ανέκφραστη στιγμή! — ακούω και μου φωνάζει με ρωμαλέαν φωνήν: — Μη φοβάσαι, Λαλεμήτρο! Ανέβατα καπούλια, να σε πάγωτην γυναίκα σου!

Κατά τα άλλα δε όταν θελήσης να μάθης πώς είσαι, όταν θα είνε γαλήνη ανέβα εις μίαν πέτραν και κύτταξε τον εαυτόν σου εις το νερόν και θα ιδής ότι είσαι μόνον λευκόν χρώμα και τίποτε άλλο• αλλά το λευκόν δεν αρέσει παρά μόνον εάν το στολίζη και το ερύθημα.

Όπου για δάφτον τρόμαξαν οι αφρισμένοι Αργίτες, μήπως τσακίσει ο πόλεμος ξανά και τον συλλάβουν, κι' εφτύς του γερο Νέστορα του κράζει ο Δομενέας 510 «Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι, γλήγορα! και στ' αμάξι σου ανέβακι' ο Μαχάος δίπλα σουκαι στα τέσσερα κατά τα πλοία χτύπα. Γιατί άθρωπος μαθές γιατρός αξίζει πλήθος άλλους· σαΐτες βγάζει, βότανα μαλαχτικά απιθώνει515

Ο δε γέρων δεν ησύχαζεν, αλλ' εξηκολούθει να της λέγη, άλλοτε μεν ότι θα κρυώση κάτω εις την υγρασίαν, άλλοτε δε ότι αυτός συνήθισεν εκεί με τους ποντικούς θέλει να τους έχη συντροφιά, καθώς τους έχει και εις το Κοτρόνι. Και ενίοτε ήρχετο εις τα ψυχρά χείλη του και καμμία παρηγοριά, ανάμικτος όμως με την επιθυμίαν του: — Σώπα, κόρη μου, σώπα και ανέβα επάνω!

Ανέβα τώρα και συ. ΧΑΡ. Δόσε μου το χέρι σου, Ερμή, διότι δεν μου είνε εύκολον να σκαρφαλώσω τόσο ψηλά. ΕΡΜ. Αφού θέλεις να δης τα πάντα, Χάρων, πρέπει και να κινδυνεύσης ολίγον. Όταν κανείς είνε περίεργος πρέπει να έχη και το θάρρος του κινδύνου. Κρατήσου από το χέρι μου και πρόσεξε να μην πατής εις τα ολισθηρά μέρη. Λαμπρά• ανέβηκες και συ.

Μον έλα ανέβα δίπλα μου· να μάθεις σαν τι ζώα 105 είναι του Τρώα τ' άλογα, που ξέρουν μες στον κάμπο απάνου κάτου σαν αητοί να κυνηγάν και φέβγουν, π' απ' τον Αινεία μια φορά τα πήρα εγώ στη μάχη. Μα αφτά οι αθρώποι ας τα νιαστούν, κι' έλα γραμμή στους Τρώες μ' ετούτα εδώ ας χοιμήξουμε, κι' ο Έχτορας θα δει ίσως, 110 έχει ή δεν έχει μου ζωή στη φούχτα το κοντάρι